Σε εξέλιξη ανθρωποκυνηγητό της αστυνομίας για τον εντοπισμό μιάς μεσήλικης η οποία χαρακώνει πατουσάκια μωρών. Ήταν το απόγευμα της περασμένης Τρίτης όταν η νεαρή μητέρα κρατώντας το μωρό της στην αγκαλιά περιμένει το ασανσέρ στο ισόγειο κάποιου εμπορικού κέντρου των νοτίων προαστίων. Μία γυναίκα, πάνω από πενήντα ετών, τους πλησιάζει, στέκεται ακριβώς πίσω από τη μάνα και με κάποιο αιχμηρό αντικείμενο χαρακώνει τα πατουσάκια του μωρού. Εκείνο, σφαδάζει από το κλάμα, η μητέρα του δεν καταλαβαίνει τι έχει συμβεί, η «μάγισσα» το χτυπάει συγκαταβατικά στην πλάτη κι ύστερα εξαφανίζεται μέσα στο πλήθος… Η γυναίκα ουρλιάζει, κανείς δεν την ακούει, τη συμβουλεύουν ότι η νομική οδός είναι ένας ανήφορος δίχως τέλος, σωπαίνει, ξεσπά, ξανασωπαίνει και τέλος μιλά εξιστορώντας μας το απίστευτο αυτό περιστατικό.
Τώρα, κάποιοι την ακούν. Ορισμένοι την αμφισβητούν, άλλοι λένε ότι υπερβάλει, κάποιοι όμως την πιστεύουν. Ανάμεσά τους, δύο ακόμη γυναίκες που λίγες ώρες μετά τη δημοσίευση της ιστορίας της επικοινώνησαν με το Πρώτο Θέμα καταθέτοντας τη δική τους, πιστό αντίγραφο της δικής της. Η «μάγισσα» με το αιχμηρό αντικείμενο επιτέθηκε και στα δικά τους παιδιά καρφώνοντας το απύθμενο μίσος της στην μωρουδίστικη σάρκα τους. Οι γυναίκες τώρα δεν είναι μόνες, η «μάγισσα» πρέπει να συλληφθεί, όλοι μας οφείλουμε αυτό το παραμύθι να «κλείσει» μ’ ένα δίκαιο και ελπιδοφόρο φινάλε…
Τα νέα περιστατικά
Τρίτη 10 Ιουλίου, ώρα οκτώ μ.μ. Μία γυναίκα, η Μ., κρατώντας στην αγκαλιά της το 16 μηνών μωρό της και έχοντας στο καρότσι την τρίχρονη κόρη της μπαίνει σε κάποιο γνωστό κατάστημα με παιδικά ρούχα που βρίσκεται στον δεύτερο όροφο γνωστού εμπορικού κέντρου των νοτίων προαστίων. Η Μ. στέκεται μπροστά στο ταμείο όταν ξαφνικά νιώθει ένα σκούντηγμα από πίσω της ενώ την ίδια στιγμή το μωρό που κρατά στα χέρια της αρχίζει να κλαίει γοερά: “Στην αρχή πίστεψα ότι πεινάει και του έδωσα ένα μπισκότο, εκείνο όμως συνέχισε να κλαίει απαρηγόρητο", λέει σήμερα η Μ. και συνεχίζει: “Τότε, με πλησίασε μία γυναίκα με μαύρα ρούχα και ξανθά μαλλιά, πάνω από πενήντα ετών, η ίδια γυναίκα που με είχε σκουντήξει για να περάσει, παρότι στο κατάστημα υπήρχε άπλετος χώρος, λέγοντάς μου: «Ένα περίεργο πράγμα σήμερα! Όποτε πηγαίνω δίπλα σε μωρά κλαίνε». Η ίδια γυναίκα, φεύγει, ξανάρχεται, με ρωτάει τι έχει το παιδί, αν το πονάνε τα... δόντια του, το μωρό κάθε φορά που εκείνη έρχεται προς το μέρος μας κλαίει πιο δυνατά. Η πωλήτρια, μου λέει να βγούμε αν θέλουμε λίγο έξω για να ηρεμήσει το μωρό, πως όταν είναι έτοιμο το πιστωτικό θα μας φωνάξει η ίδια.
Σχεδόν την ταυτόχρονα μία δεύτερη γυναίκα, η Α., κρατώντας κι αυτή στην αγκαλιά της τον μόλις 12 μηνών γιο της, και έγκυος στο δεύτερο παιδί της, μπαίνει στο ίδιο κατάστημα. Η γυναίκα κοντοστέκεται για λίγο στην είσοδο του καταστήματος κοιτάζοντας το μωρό που κλαίει σπαρακτικά στην αγκαλιά της Μ.: «Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα ότι αυτό το κλάμα δεν μπορεί να είναι από πείνα ή από κούραση παρά μόνο από πόνο», λέει σήμερα η Α. και συνεχίζει: «Λίγα δευτερόλεπτα μετά, όταν είχα μπει στο κατάστημα, μία γυναίκα πέρασε από δίπλα μου αγγίζοντας το μωρό μου στο βραχύωνα και ψιθυρίζοντας του κάτι το οποίο δεν κατάλαβα. Εγώ απομακρύνθηκα κι εκείνη υποδυόμενη ότι τραυματίστηκε από κάποια κρεμάστρα του μαγαζιού άρχισε να φωνάζει δυνατά: «Κοιτάξτε, γρατζουνίστηκα στις κρεμάστρες σας! Αν είναι δυνατόν να μην έχετε βάλει προστατευτικά στις κρεμάστρες! Θα τραυματιστεί κανένα παιδί και το σημάδι δεν θα του φύγει ποτέ!». Λίγα λεπτά μετά, η ίδια γυναίκα, στάθηκε πίσω μου αγγίζοντας το πόδι του μωρού μου. Ξαφνικά, το μωρό άρχισε να ουρλιάζει από το κλάμα. Δεν κατάλαβα τι είχε συμβεί, μου πήρε κάποια δευτερόλεπτα μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι έλειπε ένα κομμάτι κρέας από το πόδι του παιδιού μου».
Η Μ. βρίσκεται ακόμη έξω από το κατάστημα με το μωρό στην αγκαλιά προσπαθώντας να το ηρεμήσει. Η παράξενη γυναίκα κατευθύνεται τώρα προς την έξοδο του καταστήματος. Τη στιγμή εκείνη, η Α. συνειδητοποιεί το κακό και με το μωρό στην αγκαλιά ακολουθεί την «κυρία» και της φωνάζει: «Συγνώμη, κάνατε κάτι στο παιδί μου;». Εκείνη τη στιγμή η Μ. ρωτάει τον μικρό: «Πονάς κάπου;» και το παιδί της δείχνει το πόδι του. Ένα κομμάτι κρέας λείπει από το πόδι κι αυτού του μωρού. Οι δύο μητέρες δεν μπορούν να το πιστέψουν, η μία γίνεται σύμμαχος της άλλης σ' έναν αγώνα “σύλληψης” της γυναίκας που τραυμάτισε τα μωρά τους: “Έτρεξα πίσω της και την πρόλαβα. Την ίδια στιγμή η Μ. φώναζε “βοήθεια” καλώντας κάποιον άνθρωπο από την ασφάλεια του εμπορικού και την αστυνομία”, λέει σήμερα η Α. και συνεχίζει: “Η “κυρία” άρχισε να βαδίζει με πιο γρήγορο βηματισμό, εγώ την ακολουθούσα με το παιδί στην αγκαλιά. Σε κάποια στιγμή την είδαμε να μπαίνει σε κάποιο γνωστό κατάστημα, για λίγο χάθηκε κι ύστερα την εντοπίσαμε να κατεβαίνει από τις κυλιόμενες σκάλες μεταμφιεσμένη σε κάποια άλλη: είχε αφήσει κάτω τα μαλλιά της, φορούσε άλλα ρούχα και γυαλιά. Οι υπεύθυνοι του καταστήματος μας έλεγαν να μην φωνάζουμε, να μην ανησυχούμε τον κόσμο, ήμασταν δύο μάνες με τρία μωρά στα χέρια, κι εγώ με ένα ακόμη παιδί στην κοιλιά, βλέπαμε την γυναίκα που πλήγωσε τα παιδιά μας να διαφεύγει, δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Μάθαμε ότι η “κυρία” ρωτούσε τον κόσμο αν υπάρχει έξοδος διαφυγής, επικράτησε ένας πανικός μέχρι που ο άνδρας της Μ., ο οποίος είχε καταφθάσει στο εμπορικό την σταμάτησε στο ισόγειο του κτηρίου. Εκείνη τη στιγμή έφτασε η αστυνομία και ένας άνδρας της ασφάλειας του εμπορικού μας οδήγησε σε έναν χώρο όπου διαδραματίστηκε μία ιστορία για γέλια και κυρίως για κλάματα...”
“Σκύλες μάνες! Αντί να πάτε σπίτι να ταΐσετε τα παιδιά σας, κάνετε βόλτες… Ο γιος μου είναι εισαγγελέας και θα σας πάρω τα παιδιά...”
Οι δύο μητέρες εξηγούν στους αστυνομικούς τα περιστατικά δείχνοντάς τους τα χαρακωμένα ποδαράκια των παιδιών τους, η “κυρία” αντεπιτίθεται υποστηρίζοντας ότι έχει γιο εισαγγελέα και πως θα πληρώσουν ακριβά τα όσα λένε. Τους λέει ακόμη ότι θα τις μηνύσει και πως θα τους πάρει τα παιδιά. Ότι είναι άχρηστες και ψώνια! Οι δύο γυναίκες και ο σύζυγος της Μ. δεν μπορούν να πιστέψουν τα όσα ακούν. Λένε στους αστυνομικούς να ψάξουν την “κυρία”, να καταλάβουν με τι αντικείμενο τραυμάτισε τα παιδιά τους, η υγεία των μωρών τους μπορεί να βρίσκεται σε κίνδυνο. Εκείνοι λένε ότι δεν μπορούν, πως δεν έχουν δικαίωμα να κάνουν κάτι τέτοιο!
Οι αστυνομικοί ζητάνε τώρα τα στοιχεία της “κυρίας”. Δεν έχει, λέει, επάνω της ταυτότητα, ούτε θυμάται το... επώνυμό της. Για να γίνει μήνυση, θα πρέπει, λένε, να πάνε πρώτα στην ΓΑΔΑ, να κάνουν εξακρίβωση στοιχείων, η ώρα έχει φτάσει 10.30 μ.μ., τα μωρά κλαίνε, η Α. παρακαλάει να περάσουν πρώτα από το σπίτι της να πάρει γάλα για το μωρό, οι αστυνομικοί της απαντούν ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατον και πως έχουν στη διάθεσή τους κάποιες μέρες προκειμένου να υποβάλουν μήνυση: “Την άφησαν να φύγει αφού πρώτα μας είπαν ότι εξακρίβωσαν το επώνυμό της τηλεφωνικά. Για να φανταστείτε σε τι χώρα ζούμε, όταν επικεφαλής της ασφάλειας του εμπορικού κέντρου τράβηξε μία φωτογραφία την “κυρία” προκειμένου να έχει το πρόσωπό της, οι αστυνομικοί τον υποχρέωσαν να την σβήσει”, λέει η Α. και συνεχίζει: “Εμάς, το πρώτο μας μας μέλημα ήταν να πάμε στο Παίδων για να εξεταστούν τα μωρά. Εκείνη τη στιγμή τρέμεις για το χειρότερο. Δεν ξέραμε αν έχει τρυπήσει τα παιδιά με κάποια σύριγγα, σε τέτοιες περιπτώσεις ελοχεύει πάντα πάντα ο κίνδυνος μετάδοσης κάποιου λοιμώδους αιματογενούς νοσήματος. Ακόμη και σήμερα ζούμε με τον απόλυτο τρόμο και την βαθιά απογοήτευση για το κράτος δικαίου...”
Μηνύσεις χωρίς αντίκρισμα και μία τρελή ελεύθερη στους δρόμους
Οι δύο μητέρες, το ίδιο βράδυ, τηλεφωνούν στους δικηγόρους τους προκειμένου να προχωρήσουν στην υποβολή μηνύσεων: “Εκεί χάσαμε κάθε ελπίδα”, λένε και οι δύο με μία φωνή και συνεχίζουν: “Οι δικηγόροι, μας είπαν ότι δεν θα πετύχουμε τίποτα, πως ακόμη κι αν την κυνηγήσουμε η υπόθεση θα τελεσιδικήσει σε δέκα με δεκαπέντε χρόνια από σήμερα, ότι ακόμη κι αν της επιβληθεί κάποια ποινή θα είναι αστεία και θα της εξασφαλίζει την απόλυτη ελευθερία. Δεν έχουμε αποφασίσει ακόμη τι θα κάνουμε. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι ζούμε σε ένα κράτος μέσα στο οποίο ο κάθε τρελός είναι ελεύθερος να επιτίθεται στο παιδιά μας χωρίς να πληρώνει κανένα αντίτιμο για τις αποτρόπαιες πράξεις του. Αν αυτό λέγεται κράτος δικαίου, τότε να το χαιρόμαστε!”
Σήμερα, και οι δύο μητέρες τρέμουν να βγουν έξω από το σπίτι με τα παιδιά τους με τα τελευταία να είναι σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά η Μ: “Βλέπω κάθε βράδυ στον ύπνο μου ότι κάποιος με κυνηγάει και πως δεν μπορώ να προστατεύσω το μωρό μου. Το παιδί από εκείνη την ημέρα ξυπνάει διαρκώς τα βράδια και δεν κοιμάται αν δεν το πάρω στην αγκαλιά μου. Εχθές το βράδυ, ο σύζυγός μου ήταν μέχρι αργά στην ΓΑΔΑ. Αφού οι νόμοι μάς δένουν τα χέρια ας επιληφθεί κάποιος εισαγγελέας. Η γυναίκα αυτή αποτελεί δημόσιο κίνδυνο για τα παιδιά όλου του κόσμου. Είναι ανεπίτρεπτο να κυκλοφορεί σήμερα ελεύθερη...”. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η Α. η οποία δηλώνει με τρεμάμενη φωνή: “Το αποκαρδιωτικό αυτής της ιστορίας δεν είναι ότι κάποια ψυχοπαθής προκάλεσε πόνο στα μωρά μας ενώ τα κρατούσαμε στα ιδια μας τα χέρια, αλλά η συνειδητοποίηση του ότι τελικά καμία ασφάλεια κτιρίου, καμία αστυνομία κ κυρίως κανένα νομικό σύστημα δεν μπορεί να μας προστατεύσει από το να ξανασυμβεί. Λυπάμαι. Λυπάμαι πραγματικά...”