Κυβερνητικά στελέχη προσπαθούν να υποβαθμίσουν την εντυπωσιακή και απροσδόκητη προσέλευση κόσμου στισ κάλπες της κεντροαριστεράς, ωστόσο είναι δεδομένο ότι δεν μπορεί να μην υπολογίζει πλέον το Μαξίμου τον κίνδυνο των νέων δυναμικών, που μπορεί να αναπτυχθούν στα δεξιά του.
Μέχρι τώρα, οι κυβερνώντες θεωρούσαν ότι η αντιδεξιά ρητορική του Αλέξη Τσίπρα, σε συνδυασμό με την εγγενή αδυναμία της κεντροαριστεράς να εκφράσει ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις, θα διευκόλυνε την εκ νέου εκλογική λεηλασία του χώρου αυτού από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Οι αντιστάσεις, όμως που έδειξαν να έχουν οι δυνάμεις αυτές προκαλεί αμηχανία στο κυβερνών κόμμα, που αντιλαμβάνεται πλέον ότι θα δεχθεί ισχυρή πίεση. Το πιο ανησυχητικό απ’ όλα είναι το γεγονός ότι με εξαίρεση τον Γιάννη Ραγκούση, όλοι οι άλλοι υποψήφιοι αρχηγοί του νέου φορέα, κάλεσαν τον κόσμο της κεντροαριστεράς να αποδοκιμάσει την κυβερνητική πολιτική και να στείλει μήνυμα δυσαρέσκειας και οργής στον ΣΥΡΙΖΑ. Ο δε καταποντισμός του κ. Ραγκούση, ο οποίος ζητούσε να αποκλειστεί κάθε ενδεχόμενο μελλοντικής συνεργασίας με τη ΝΔ, καταδεικνύει τις αντι-σύριζα διαθέσεις της εκλογικής και κοινωνικής βάσης της κεντροαριστεράς.
Υπό αυτή την έννοια, οι εσωκομματικές εκλογές της Κυριακής, «διαβάζονται» από τους πιο ρεαλιστές και ψύχραιμους του κυβερνώντος κόμματος και ως ένα «μίνι» δημοψήφισμα, που μπορεί να επηρεάσει τάσεις και ζυμώσεις στο κοινωνικό σώμα.
Για την πλειοψηφία των ηγετικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, η υπόθεση της κεντροαριστεράς και η προοπτική μελλοντικής σύμπραξης μαζί της είναι μία χαμένη υπόθεση. Από καιρό εκτιμούσαν ότι ο χώρος αυτός ήταν και θα παραμείνει ένας εν δυνάμει σύμμαχος του Κυριάκου Μητσοτάκη, εφόσον παραστεί ανάγκη για τη διακυβέρνηση της χώρας. Και άρα, δεν έχει τόσο σημασία τι θα κάνει η κεντροαριστερά, αλλά τι θα πράξει ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ για να διευρύνει την επιρροή του, χωρίς να αναμένει οποιαδήποτε σύμπλευση με τη σοσιαλδημοκρατία.
Άλλα στελέχη, θέλουν να «διαβάζουν» την κινητικότητα στην κεντροαριστερά, πιο αισιόδοξα: μπορεί, λένε, ένας ισχυρός πόλος σε αυτό το χώρο να αποτελέσει ανάχωμα για τους δυσαρεστημένους από την κυβέρνηση, ψηφοφόρους, ώστε να μην καταλήξουν στον κ. Μητσοτάκη!
Στις παρασκηνιακές συζητήσεις πάντως και προκειμένου να διατηρήσουν το φρόνημα των μελών και οπαδών υψηλό, τα ηγετικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ προτιμούν να υποβαθμίζουν τα όσα συμβαίνουν στην κεντροαριστερά και να προβλέπουν τα χειρότερα, ακόμη και μετά τον πρώτο γύρο στις εσωκομματικές εκλογές.
Το έκαναν με διάφορους τρόπους και πριν την ψηφοφορία, όταν προέβλεπαν χαμηλή συμμετοχή, λόγω των χαμηλών τηλεθεάσεων, που είχαν τα ντιμπέιτ των υποψήφιων αρχηγών, το κάνουν και μετά και την προσέλευση 210 ανθρώπων στις κάλπες.
Πρώτο επιχείρημα είναι ότι δεν πρόκειται για σπουδαία επίδοση στη συμμετοχή. Αφενός γιατί πήγαν, λένε παραδοσιακοί ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ, που απλώς ενεργοποιήθηκαν, αφετέρου γιατί ο αριθμός δεν απηχεί την πραγματικότητα. Επικαλούνται περιπτώσεις όπως του Στέφανου Μάνου ή και του Παναγιώτη Ψωμιάδη, για να υποστηρίξουν ότι στις κάλπες πήγαν και χιλιάδες δεξιοί ψηφοφόροι, που ήθελαν να στείλουν μήνυμα κατά της κυβέρνησης!
Δεύτερο επιχείρημα είναι ότι τώρα θα αρχίσουν τα εσωκομματικά προβλήματα στην κεντροαριστερά. Προβλέπουν δε ότι επειδή το αποτέλεσμα δεν μπορεί να ικανοποιεί τους πάντες, θα αρχίσουν τα διαλυτικά φαινόμενα.
Ως τρίτο επιχείρημα αναφέρουν ότι η υψηλή συμμετοχή δεν σημαίνει και ανάλογη επίδοση στις εθνικές κάλπες. «Και ο Λαφαζάνης είχε σχεδόν 200 χιλιάδες ψήφους, αλλά δεν μπήκε στη Βουλή» έλεγαν μεταξύ άλλων, επισημαίνοντας ότι για το νέο φορέα συμπράττουν δύο κοινοβουλευτικά κόμματα που είχαν περίπου 600 χιλιάδες ψηφοφόρους, άρα δεν σημάνει κάτι, ο αριθμός 210 χιλιάδες που πήγαν την Κυριακή.
Ως προς τη διαφαινόμενη επικράτηση της Φώφης Γεννηματά, δείχνουν να θεωρούν την εξέλιξη αναμενόμενη και μάλλον θετική για τον ΣΥΡΙΖΑ, υπό την έννοια ότι η νυν πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ είναι γνωστή αντίπαλος, αγνοώντας όμως παράλληλα την ισχυροποίηση του ηγετικού της προφίλ από τη συγκεκριμένη διαδικασία.
Αντιφατικά είναι πάντως τα μηνύματα που στέλνουν οι ίδιοι κυβερνητικοί παράγοντες.
Από τη μία διαβεβαιώνουν ότι δεν πρόκειται να αλλάξει ο στρατηγικός σχεδιασμός του ΣΥΡΙΖΑ, μετά τα όσα γίνονται στην κεντροαριστερά. Αποσυνδέουν δηλαδή τα χθεσινά από οποιαδήποτε πολιτική πρωτοβουλία εκ μέρους της κυβέρνησης. Από την άλλη όμως, στην ίδια συζήτηση, δείχνουν να παραδέχονται ότι είναι ανάγκη να υπάρξουν διορθωτικές αλλαγές στην κυβερνητική πολιτική, όπως η ελάφρυνση της υπερφορολόγησης της μεσαίας τάξης, που φαίνεται να προκαλεί μεγάλα ρήγματα στις σχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ με ένα κοινό, που παραδοσιακά εκφράζονταν με τον προοδευτικό πόλο του πολιτικού σκηνικού – αυτόν που επιδιώκει να εκφράσει δηλαδή ο Αλέξης Τσίπρας, αλλά πλέον βρίσκει την κεντροαριστερά μπροστά του.