H Νατάσσα Μποφίλιου μιλώντας στην Εφημερίδα των Συντακτών, εμφανίστηκε ως τροτσκίστρια και ψηφοφόρος του ΚΚΕ, χαρακτήρισε την Ευρωπαϊκή Ένωση δικτατορία, ευχήθηκε μια παγκόσμια επανάσταση και κατέληξε ότι θα παρατούσε όλα για να βγει στο βουνό, αρκεί να υπήρχε ένας ηγέτης, στον οποίο θα πίστευε.
Κορίτσι της διπλανής πόρτας, ραψωδός της συλλογικής θλίψης της γενιάς των ντόπιων millennials ή μήπως μία ντίβα φυλακισμένη στο κορμί μιας γυναίκας που κάποτε έβαλε στόχο να παρεισφρήσει στην έντεχνη σκηνή και πλέον διεκδικεί με αξιώσεις το θρόνο της αυτοκράτειράς του, της «Απόλυτης»; Όπως κι αν τη δει κανείς, η Νατάσσα Μποφίλιου επιμένει να δημιουργεί, να παράγει, να κόβει εισιτήρια στις εμφανίσεις της και να γίνεται βούκινο κάθε φορά που δίνει συνεντεύξεις. Είναι θαρρείς μια Μαινάδα του έντεχνου που δε θέλει πολλά πολλά για να «αναφλεγεί» εντός αλλά και εκτός σκηνής.
Μια κυρία στα μπουζούκια
Το προπερασμένο Σάββατο η λαοφιλής τραγουδίστρια είχε πρεμιέρα. Ίσως την πιο μεγάλη – σίγουρα την πιο λαμπερή - της ζωής της. Ο θρυλικός «Διογένης» της λεωφόρου Συγγρού μεταμορφώθηκε σε «Διογένης Studio» για να υποδεχτεί την παράσταση που η Μποφίλιου οραματίστηκε και υλοποίησε μαζί με τους δύο καλλιτεχνικούς φύλακες-αγγέλους της: τον συνθέτη Θέμη Καραμουρατίδη και τον στιχουργό Γεράσιμο Ευαγγελάτο. Το δελτίο τύπου που ακολούθησε την πρώτη επίσημη του «Μπελ Ρεβ», όπως τιτλοφορείται το νέο project της λεγόμενης αγίας τριάδας του εντέχνου που θα επαναλαμβάνεται κάθε βράδυ Σαββάτου, ήταν διθυραμβικό.
Το αληθινά εντυπωσιακό στοιχείο ήταν πως η γνώμη των διοργανωτών της μουσικής παράστασης ταυτίστηκε με τη συνισταμένη των απόψεων των θεατών που έδωσαν το «παρών» στην πρεμιέρα. Είδαν ξανά το περιώνυμο φαινόμενο-Μποφίλιου σε νέο, εντυπωσιακό περιτύλιγμα. Από το καλοκαίρι η τραγουδίστρια κυκλοφορεί απαλλαγμένη από περιττά κιλά, όπως όλοι έχουμε δει στον Instagram λογαριασμό της, όπου εμφανίστηκε ακόμη και με μαγιό (από τη μέση και πάνω). Δεν είναι όμως μόνο το σωματικό βάρος που την κάνει να μοιάζει ξαλαφρωμένη. Προφανώς, η τραγουδίστρια έχει καταφέρει να απαλλαγεί κι από άλλα περιττά βάρη. Όπως ας πούμε το κάποτε αυτονόητο άλγος που δημιουργούσε ο διαχωρισμός των τραγουδιστών σε ποιοτικούς κι εμπορικούς. Τα κάνει και τα δύο. Και συμφέρει.
Μόλις την προηγούμενη ημέρα της πρεμιέρας η τραγουδίστρια είχε εμφανιστεί στην εκπομπή της Ελένης Μενεγάκη. Όχι ως καλεσμένη στα περίφημα πια πολυθρονάκια της «Ελένης», αλλά σε βιντεοσκοπημένη συνέντευξη όπου μίλησε de profundis. Για τις ηρωίδες της από το ελληνικό σινεμά, για τον χαρακτηρισμό «ωραία γκόμενα» τον οποίο απολαμβάνει, για το γεγονός ότι οι φίλοι της την αποκαλούν χαϊδευτικά «Τάσο», επειδή καμιά φορά γίνεται αθυρόστομη. Η εμφάνισή της αυτή δεν ήταν το πέρασμα της Μποφίλιου στο mainstream. Αυτό έχει γίνει εδώ και καιρό, από τότε που με αξιώσεις ενσαρκώνει -σε όρους εμπορικότητας- τον θηλυκό Χατζηγιάννη στα ντουζένια του. Περισσότερο έμοιαζε με μια παραδοχή ότι πλέον η τραγουδίστρια συνομιλεί και απευθύνεται στο μαζικό κοινό. Σχηματικά δεν είναι πλέον μια μικρή μπουτίκ παραγωγής τέχνης αλλά ένα φωταγωγημένο πολυκατάστημα.
Άλλωστε αυτό καταδεικνύει και το γεγονός ότι οι επιχειρηματίες της νύχτας τής δείχνουν την αμέριστη εμπιστοσύνη τους ότι μπορεί να φέρει κέρδη και μεταμορφώνουν αναλόγως τα κέντρα τους, ώστε να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες των παραστάσεών της. Κάτι παρόμοιο λόγου χάρη είχε γίνει πριν από μερικά χρόνια στο «Αθηνών Αρένα» με τη μουσική παράσταση του Αντώνη Ρέμου και της Άννας Βίσση «Ένα ή Κανένα». Παρεμπιπτόντως, η «Απόλυτη» είναι δεδηλωμένη θιασώτης της Μποφίλιου εδώ και καιρό. Η «ευλογία» της Βίσση που δε δίνεται ούτε εύκολα, ούτε ελαφρά τη καρδία κάτι συμβολίζει. Και φυσικά δικαιώνει το ορκισμένο ποίμνιο του «μποφιλισμού», των ανθρώπων δηλαδή που την ανακάλυψαν πολύ πιο νωρίς από τα media.
Μπορεί πια το σκληροπυρηνικά έντεχνο κοινό ή τέλος πάντως μια μερίδα του να νιώθει προδομένο ή τέλος πάντων μια ιδέα απογοητευμένο από την Μποφίλιου, όμως αυτό μικρή σημασία έχει, αφού δε μιλάμε πλέον για μία τραγουδίστρια αλλά για μια εκκολαπτόμενη σταρ, μια Μέριλιν της έντεχνης σκηνής. Η ίδια είχε κάνει τις προθέσεις της σαφείς από την αρχή κιόλας της καριέρας της. Λέγεται για παράδειγμα ότι είχε «Βαρουφάκη» πολύ πριν τον Βαρουφάκη. Τι σημαίνει αυτό; Ότι όπως ο πρώην υπουργός Οικονομικών ήθελε το μικρό όνομά του να γράφεται με ένα “ν” σε πείσμα της κοινής λογικής που θέλει τον Γιάννη γραμμένο με δύο “ν”, έτσι και η Νατάσσα Μποφίλιου θέλει το όνομά της να γράφεται πάντα με δύο σίγμα. Εκκεντρικότητα; Ιδιορρυθμία; Εμμονή; Αστικός μύθος; Μπορεί. Ωστόσο, σταρ χωρίς χούγια και ιδιοτροπίες δε νοείται.
Η πολιτική Νατάσσα
Στα 30 και κάτι της η Μποφίλιου δεν απολαμβάνει μόνο εισπρακτική επιτυχία και δισκογραφικές πωλήσεις (μαζί με το alter ego της, τον Θέμη Καραμουρατίδη και τον μέντορά της Γεράσιμο Ευαγγελάτο) αλλά φροντίζει να συμμετέχει, να δηλώνει παρούσα, να παρεμβαίνει όταν και όποτε χρειάζεται. «Για όσα είναι σοβαρά, παίρνω θέση. Για τους πρόσφυγες, τη Χρυσή Αυγή, το δημοψήφισμα. Αν μπορώ με την αναγνωρισιμότητά μου να βοηθήσω έναν άνθρωπο να νιώσει ελεύθερος, το κάνω. Εγραψα στο facebook υπέρ του Συμφώνου Συμβίωσης και με διέγραψαν πολλοί. Η απόφασή μου να συμμετάσχω στη συναυλία για την Ηριάννα ήταν πολιτική. Είναι θέμα δικαιοσύνης και δεν με ενδιαφέρει αν χάσω κάποιους οπαδούς μου», είπε στη συνέντευξή της στην Εφημερίδα των Συντακτών.
Κάποιοι μάλιστα σοκαρίστηκαν από την αποκάλυψή της ότι ένα φασίστας την έφτυσε κάποτε στον δρόμο. «Έμεινα μαλάκας, δεν κουνήθηκα. Έμεινα άγαλμα, δεν το περίμενα». Κάποιοι θυμήθηκαν τηνπύρινη αντίδρασή της στα κοινωνικά δίκτυα, όταν το 2012 η Χρυσή Αυγή πέρασε για πρώτη φορά το κατώφλι του Ελληνικού Κοινοβουλίου, αλλά και τον διαδικτυακό καβγά που είχε τότε με τη συνάδελφό της Χρύσπα.
Σε κάθε περίπτωση η μεγαλύτερη επιτυχία της Νατάσσας Μποφίλιου είναι ότι δε φτιάχτηκε σε κάποιον δοκιμαστικό σωλήνα δισκογραφικής εταιρίας, δε γαλουχήθηκε στα talent shows ούτε έκανε ποτέ την ζωή της βορά στα μέσα – ακόμη κι όταν βρέθηκε στο επίκεντρο εξαιτίας της σχέσης της με τον Αλέξανδρο Μπουρδούμη απέφευγε επίμονα να δίνει λαβές στον Τύπο. Επινόησε η ίδια τον εαυτό της. Και τα πράγματα δείχνουν ότι μάλλον το έκανε καλά.
Εντάξει, προφανώς και η ανατροφή που έλαβε από την οικογένειά της ήταν καθοριστική. Σε παλαιότερη συνέντευξή της έχει πει: «Η αλήθεια είναι πως έχω μεγαλώσει σ΄ ένα σκληροπυρηνικό σπίτι. Μιλάγαμε από πολύ νωρίς για τα δικαιώματα των ανθρώπων, για την πολιτική, για τη στάση ζωής... Η μητέρα μου δε μου έχει πει ποτέ "πάρε ζακέτα" ή "φάε", δε μου έδινε τυπικές συμβουλές. Έλεγε: "θα βάλετε στο λεξιλόγιό σας τη λέξη αρνούμαι και αν κάτι δε σας αρέσει και δε σας ταιριάζει, θα λέτε: αρνούμαι να το κάνω". Αυτό το θυμήθηκα μεγαλώνοντας και εξήγησα πολλά. Κατάλαβα τη στάση μου απέναντι στα πράγματα, στο γιατί έχω αυτήν την ορμή, γιατί δεν με πιάνει φόβος και γιατί δεν καταλαβαίνω στο όχι. Διαβάζαμε υποχρεωτικά ποίηση και γράφαμε ημερολόγιο κάθε βράδυ. Και στη μουσική, πολύ πολιτικό τραγούδι. Για ανακούφιση ακούγαμε Δεληβοριά. Μεγαλώσαμε, δηλαδή, με έντεχνο ελληνικό τραγούδι. Γι’ αυτό το ξέρω τόσο καλά και το αισθάνομαι ως καταγωγή μου».