Η Ρίκα Βαγιάνη έφυγε από τη ζωή στα 56 της χρόνια μετά από μάχη που έδωσε με τον καρκίνο. Η είδηση του θανάτου της «πάγωσε» τους φίλους της, καθώς ελάχιστοι δικοί της άνθρωποι γνώριζαν για το σοβαρό πρόβλημα υγείας που αντιμετώπιζε.
Όλα θα πάνε καλά. Γιατί στο τέλος, ανεξαρτήτως έκβασης, επεμβαίνει η ζωή και όλα πάνε καλά», είχε πει η Ρίκα Βαγιάννη σε μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις της. Εδώ και μήνες, όμως, τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά και αυτό ήταν γνωστό σε μία χούφτα ανθρώπων. Η Ρίκα δεν επιθυμούσε να πουλήσει την ασθένεια, με την οποία πάλεψε αθόρυβα εδώ και χρόνια, αφήνοντας τελικά πίσω, στην καρδιά του καλοκαιριού που τόσο λάτρευε, τον σύζυγό και μοναχογιό της.
Τον Οδυσσέα, ένα παιδί το οποίο πάλεψε για να αποκτήσει. Ήταν, μάλιστα, από τις πρώτες γυναίκες που βγήκαν δημόσια να μιλήσουν για την εξωσωματική, την μητρότητα μετά τα 40 και άλλα θέματα ταμπού που ταλανίζουν ακόμα και σήμερα τις γυναίκες. «Μαμά το ξέρεις ότι είσαι η μοναδική μαμά που είσαι 50», της είπε μία μέρα ο γιός της, επιστρέφοντας από το σχολείο. «Εσύ αγόρι μου πόσο είσαι»; «Εφτά μαμά αφού το ξέρεις». «Ωραία! Αν θες να γίνεις οκτώ μην ξανασχολιάσεις την ηλικία μου», είπε και έσκασαν και οι δύο στα γέλια.
Η Ρίκα, άλλωστε, πάντα το άνοιγε το ρημάδι, όπως συνήθιζε και η ίδια να λέει. Πληθωρική, αλέγρα, γοητευτική, με καυστικό χιούμορ και μία τρέλα που κουβάλαγε από τα νιάτα της ακόμα. Αθυρόστομη, χαοτική ή καλύτερα «μεσογειακή», όπως περιέγραφε η ίδια τον εαυτό της. «Δεν αντέχω την τόσο ευρυθμία», έλεγε για την περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας ζούσε με την οικογένειά της ζούσε στην Αυστραλία. «Μού έρχεται να τρέξω νύχτα στο αεροδρόμιο, να προσγειωθώ με αλεξίπτωτο σ΄ ένα ταβερνάκι στην Αθήνα, να λέω σαχλαμάρες με τους κολλητούς μέχρι τις τρεις το πρωί, με το αμάξι μου διπλοπαρκαρισμένο στο πεζοδρόμιο, με τα αλάρμ να αναβοσβήνουν, δίπλα στον ξέχειλο κάδο με τα σκουπίδια που έχουν να μαζευτούν δέκα μέρες».
Μπορεί να ήταν γνωστή ως Ρίκα Βαγιάνη, αλλά το πραγματικό της όνομα ήταν Μαρίκα Ζούλα και ήταν κόρη του δημοσιογράφου Οδυσσέα Ζούλα και της Βαρβάρας Δράκου. Γεννήθηκε στο Παγκράτι το 1962. Σύμφωνα με την ίδια, τα παιδικά της χρόνια ήταν «ευτυχισμένα, τρομερά κοινά, μεσοαστικά». Παρά τα λεγόμενά της, η οικογενειακή της κατάσταση ήταν ασυνήθιστη για τα χρόνια εκείνα. Μεγάλωνε με τη μαμά της και τον πατριό της Γιάννη Διακογιάννη που είχε παιδί από προηγούμενο γάμο. Εξού και το όνομα της, ψευδώνυμο που επέλεξε η ίδια, από τα ονόματα της μητέρας της (Βαρβάρα) και του θρυλικού αθλητικογράφου. Και ο βιολογικός της πατέρας που είχε δημιουργήσει οικογένεια. Μία μοντέρνα οικογένεια, στην οποία όλοι τα πήγαιναν καλά μεταξύ τους. Αν και δύσκολο να το πιστέψει κανείς, ως παιδί ήταν μελαγχολικό και εσωστρεφές. Τα αγόρια και τα φλερτ την απελευθέρωσαν.
Εξάλλου, από τα μικράτα της ονειρευόταν να γίνει ηθοποιός. Κάτι σαν τη Μελίνα Μερκούρη που την θαύμαζε και οι φίλοι της σημείωναν πως της έμοιαζε στην ιδιοσυγκρασία. Πάντως η ίδια είχε πει ότι ήταν παροιμιώδης η αφηρημαδα της. «Δεν ήμουν παιδί εγώ, ήμουν διαστημόπλοιο», θέλοντας να τονίσει ότι ήταν αφηρημένη. Και σπάταλη. Ότι είχε στην τσέπη τα χαλούσε σε χρόνο ρεκόρ για τους φίλους, τους συναδέλφους, τον εαυτό της.