Αναβολή για τις 24 Μαρτίου πήρε το πρωί η εκδίκαση της υπόθεσης του θανάτου της ανήλικης Στέλλας Ακουμιανάκη από το Ρέθυμνο. Στο εδώλιο του δικαστηρίου ανηλίκων αναμένεται να καθίσει εκ νέου ο 20χρονος σήμερα φίλος της ανήλικης, καθώς κατά την ημέρα του περιστατικού ήταν ανήλικος.
Θυμίζουμε ότι η άτυχη μαθήτρια έχασε τη ζωή της τα ξημερώματα του Μεγάλου Σαββάτου του 2011, μετά από υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ.
Ωστόσο, στις 12 Φεβρουαρίου 2015 στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Χανίων θα δικαστούν οι τρεις κατηγορούμενοι, όπως είχε προκύψει από το βούλευμα του συμβουλίου πλημμελειοδικών Ρεθύμνου.
Βάσει του βουλεύματος σε δίκη παραπέμπονται τέσσερα συνολικά άτομα, δύο από τους ειδικευόμενους τότε γιατρούς του νοσοκομείου Ρεθύμνου που αντιμετώπισαν το περιστατικό της άτυχης Στέλλας, καθώς και οι δύο νεαροί φίλοι της.
Οι γιατροί παραπέμπονται με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας από αμέλεια διά παραλείψεως, ενώ οι νεαροί φίλοι της άτυχης κοπέλας παραπέμπονται για θανατηφόρα έκθεση της ανήλικης και βιασμό κατά συναυτουργία.
με Πληροφορίες απο Νέα Τηλεόραση Κρήτης /Στέλλα Μαθιουδάκη
ΕΝΑ ΓΡΑΜΜΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΤΕΛΛΑ.......
Αγαπημένοι μου γονείς, που με μεγαλώσατε με κόπους και στερήσεις. Μικρά μου, αγαπημένα μου αδερφάκια, που τόσο πολύ στεναχωριέστε που λείπω.
Αγαπημένε μου βαφτισιμιέ. Υπέροχη νονά μου. Γιαγιά μου και παππούδες μου που τόσο με αγαπήσατε. Φίλοι μου και αξέχαστοι συμμαθητές μου. Καθηγητές και καθηγήτριές μου, που τόσα με διδάξατε. Κολλητές μου φίλες που τόσα ζήσαμε μαζί. Αγαπημένη μου θεία, που φρόντισες να είμαι όμορφη και λαμπερή στο στερνό μου ταξίδι.
Σας γράφω για να μην ανησυχείτε. Καλά είμαι. Έφυγα γιατί δεν θα μπορούσα να μείνω άλλο. Ειλικρινά περνάω καλά εδώ.
Έπρεπε όμως να φύγω. Δεν θα μπορούσα να ζήσω ατιμασμένη και ντροπιασμένη. Ο Θεός με πήρε μαζί του για να μην μπορέσουν αυτοί οι δύο να με καταστρέψουν. Δεν πίστεψα ποτέ ότι ένας «φίλος» θα μου φερόταν έτσι. Ότι θα έφερνε ένα κολλητό του, τον οποίο δεν ήξερα για να με ξεμοναχιάσουν. Ότι ήθελαν να με λεηλατήσουν. Μου είπαν ότι θα με πήγαιναν στο σπίτι γιατί δεν ήμουν καλά. Μου είπαν να πιω κάτι ακόμα, προφανώς για να νιώσω καλύτερα.
Προσπάθησαν με τη βία να με ταπεινώσουν. Αντιστάθηκα. Μου έβαλαν το μπουκάλι στο στόμα. Τα είχαν όλα προσχεδιάσει. Εκτός από εμένα ίσως. Κακάριζε το ποτό στο λαρύγγι μου. Με έκαιγε. Έβηχα, πόναγα, υπέφερα. Κι αυτοί εκεί, να συνεχίζουν αμετανόητοι και απτόητοι. «Έλα Στέλλα, δείξε μας πόσο αντράκι είσαι». «Δείξε μας πόσο αντέχεις το ποτό». «Κοίτα εμάς, κούπα το πίνουμε». Κι αυτοί έπιναν coca-cola.
Είχα μάθει στη ζωή μου να εμπιστεύομαι τους ανθρώπους. Να τους δίνω χαρά, να λέω μια καλή κουβέντα όταν είχαν τις μαύρες τους, να τους φτιάχνω τη διάθεση. Αν δεν πέθαινα, δεν θα μπορούσα να κοιτάξω ξανά τον πατέρα μου στα μάτια. Ξέρω ότι ήταν και είναι περήφανος για μένα.
Για τις επιδόσεις μου, για το χαρακτήρα μου για τις αρχές μου. Τον ευγνωμονώ γιατί πάντα ήταν δίκαιος μαζί μου. Πάντα, όταν του ζήταγα κάτι φρόντιζε να το έχω. Πάντα σεβόταν τον προσωπικό μου χώρο. Πάντα άκουγε την άποψή μου. Και πάντα μου έδινε συμβουλές. Κι ας μην άκουσα κάποιες από αυτές. Κι ας ήμουν αγύριστο κεφάλι. Κι ας έκανα πάντα το δικό μου.
Ήθελα πολύ να γυρίσω στο σπίτι εκείνο το βράδυ. Τρεις τα ξημερώματα είχε πάει η ώρα. Δεν με έπαιρνε άλλο. Θα με έπαιρναν χαμπάρι ότι το είχα σκάσει και θα με κατσάδιαζαν. Ο «φίλος» μου όμως και ο άλλος με πότισαν, αντί να κοιτάξουν να μου δώσουν κάτι δροσερό να ξεδιψάσω, να ξεζαλιστώ.
Τους είχα πει ότι ήμουν θεονήστικη γιατί νήστευα. Κι αντί να με πάνε κάπου για να φάω κάτι, αυτοί επέμεναν να πιω. Άπλωσαν τα βρώμικα χέρια τους πάνω μου. Από την αηδία μου έκανα εμετό. Φοβήθηκαν. Τρόμαξαν. Άνανδροι και τιποτένιοι. Μικρόψυχοι και ψυχασθενείς. Με έφεραν στο νοσοκομείο άρον-άρον. ‘Όχι από αγάπη και ενδιαφέρον. Από φόβο και τύψεις. Από ενοχές και τρόμο για το τι θα τους καταλόγιζαν.
Κι εκεί έπεσα πάνω στο βράχο της ανθρώπινης αδιαφορίας και της επαγγελματικής ασυνειδησίας.
Μου έχωσαν ένα ορό στο χέρι και με άφησαν πάνω σε ένα φορείο να πεθάνω. Τους έλεγα ότι δεν είμαι καλά. Οι συνοδοί μου αντί να ενδιαφερθούν, αντί να ειδοποιήσουν τους γονείς μου, σχεδίαζαν το τι θα πουν για να δικαιολογηθούν, προσπαθούσαν να σώσουν τα τομάρια τους. Δεν κινητοποίησαν, δεν φώναξαν, δεν ειδοποίησαν, δεν ενδιαφέρθηκαν. Μάλιστα ο «φίλος μου» ειδοποίησε τον πατέρα του για να τον δασκαλέψει. Κι ήρθε εκεί, κοιτώντας με περιφρονητικά, αδιάφορος για μένα, με μοναδικό σκοπό να καλύψει τον κανακάρη του. Κι εγώ έσβηνα σιγά-σιγά.
Ήθελα δίπλα τη μαμά μου, να μου χαϊδεύει τα μαλλιά, να μου κρατάει το χέρι. Να με αποχαιρετήσει έστω. Ούτε αυτό μου το επέτρεψαν. Κι έφυγα τη μέρα της Ανάστασης. Κι ας είχα σβήσει από την προηγούμενη. Τώρα όσοι με αγαπούν πρέπει να διαχειριστούν την επόμενη.
Πικράθηκα μόνο, επειδή ο κόσμος σας γυρνάει και χτυπάει αλύπητα ανθρώπους που δεν φταίνε. Θέλησα βαθιά μέσα μου να πιστέψω, ότι είχα τη δύναμη να αλλάξω πράγματα, να δώσω άλλη ρότα στο πλοίο, να πάρει ο πλανήτης μια φορά πιο θετική. Όλα και όλοι όμως στράφηκαν εναντίον μου. Μακάρι να μπορούσα τώρα να συντρίψω την επίγεια κόλαση που ζείτε, ρίχνοντας τον πόνο σας στο πηγάδι της λησμονιάς. Μακάρι να μην βρισκόμουν κατηγορούμενη σε μια δίκη που ο δικαστής έπρεπε να ήμουν εγώ.
Τα αστέρια κρύφτηκαν πίσω από του πόνου μου το βλέμμα, που αντηχούσε τις επιθυμίες μου για όλα όσα δεν πρόλαβα να ζήσω. Βάφτηκε το λευκό μου, το στερνό μου φόρεμα με της απονιάς το αίμα. Μακάρι για όσους έμειναν πίσω να ήταν όλα ένα ψέμα.
Θέλω να είστε όλοι καλά και να μη στεναχωριέστε. Εγώ πάντα ζούσα με τα φώτα της ράμπας.
Πάντα ήθελα να είμαι στο επίκεντρο. Πήγα πολλές εκδρομές, ταξίδεψα δυο φορές στο εξωτερικό, έμαθα ξένες γλώσσες, βάφτισα ένα παιδάκι, φρόντιζα τα αδέρφια μου, έκανα πολλούς φίλους κι έμαθα πράγματα που πολλοί μεγαλύτεροί μου αγνοούσαν. Το μόνο που δεν έμαθα ήταν το πόσο κακός είναι ο κόσμος που εσείς ζείτε.
Πάντα ήθελα να λάμπω σαν αστέρι. Με τον ίδιο τρόπο διάλεξα να φύγω. Εκκωφαντικά, με δημοσιότητα, με ντόρο. Έζησα λίγο, αλλά όμορφα. Θέλω να με θυμάστε. Που και που να αφήνετε ένα λουλούδι στον τάφο μου. Δεν κρατάω κακία σε εκείνους που με σκότωσαν. Τους λυπάμαι όμως. Ξέρω ότι με κατηγορούν για να σωθούν. Ξέρω ότι προσβάλλουν τη μνήμη μου. Εγώ όμως είμαι καλά τώρα. Είμαι γαλήνια και ήρεμη. Βρήκα και τη γιαγιά μου τη Στέλλα εδώ, που τόσο με αγαπάει και κάνουμε παρέα. Είναι ήσυχα εδώ. Τα Τρία Μοναστήρια πάντα μου άρεσαν σαν περιοχή.
Πάντα θα ήθελα να έχω ένα σπίτι εδώ. Μου άρεσε να βλέπω «πιάτο» από ψηλά το Ρέθυμνο. Και τελικά το απέκτησα το σπιτάκι που ήθελα. Μικρό είναι βέβαια, δε λέω. Αλλά κι ο κόσμος που ζείτε μικρός είναι. Μικρός και ψεύτης. Μάλλον εμένα δε με χώραγε.
Να ξέρετε ότι σας αγαπάω….
Το αντιο του πατερα της στελλας
''ΑΝΤΙΟ ΑΣΤΕΡΑΚΙ ΜΟΥ''
Μεγάλη Παρασκευή. Αργά το βράδυ. Γύρισες από τον Επιτάφιο στο σπίτι. Νήστευες για να λάβεις τη Θεία Κοινωνία του Μεγάλου Σαββάτου. Επέστρεψα μετά από λίγο κι εγώ. «Ωραία στολή μπαμπά» μου είπες. Με φίλησες λέγοντάς μου «καληνύχτα». Μπήκες στο δωμάτιο σου και έκλεισες την πόρτα. Δεν μου είπες τίποτα. Νόμιζα ότι θα κοιμόσουν. Εσύ όμως ήθελες να βγεις. Να διασκεδάσεις. Να γνωρίσεις τη νυχτερινή ζωή της πόλης. Ένα Σάββατο έβγαινες και όχι πάντα και όχι μέχρι αργά. Θέλησες να ταξιδέψεις σε κόσμους άγνωστους. Να φτάσεις εκεί που νόμιζες ότι θα είναι όλα καλά, όλα ιδανικά, όλα αγγελικά πλασμένα. Να κάνεις τη δική σου επανάσταση. Να κλέψεις για άλλη μια φορά την παράσταση. Δυστυχώς δεν γνώριζες την κατάσταση. Και τελικά πλήρωσες ακριβά την τελευταία σου εμφάνιση. Ακριβό το εισιτήριο και μια οπερέτα για γέλια που δυστυχώς κατέληξε σε κλάματα.
Έφυγες κρυφά αστέρι μου. Άνοιξες τη μπαλκονόπορτα και καλοντυμένη όπως πάντα πήρες το δρόμο που για σένα δεν είχε επιστροφή. Έφυγες για να μην ξαναγυρίσεις ποτέ στο όμορφα διακοσμημένο, στο ξεχωριστό σου δωμάτιο. Ήπιες και ζαλίστηκες. Αμάθητη όπως ήσουν κλονίστηκες. Πήγες στο νοσοκομείο για να γίνεις καλά. Αγωνιούσες να μην μάθουν τίποτα οι γονείς σου. Δεν ήξερες όμως ότι οι άνθρωποι αδιαφορούν. Δεν υπολόγισες, δεν μέτρησες, δεν ζύγισες. Και σε πέταξαν εκεί στο διάδρομο, σε άφησαν στην τύχη σου, σε έδωσαν λεία στο Χάροντα. Και γύρισες στο σπίτι ξανά, ντυμένη στα λευκά μέσα σε ένα φέρετρο τη μέρα της Ανάστασης, από την κύρια είσοδο. Και χαμογέλαγες μέσα στο βαθύ ύπνο σου.
Τα είχες όλα υπολογίσει. Όλα εκτός από την τραγική κατάληξη της εξόδου σου. Πανέξυπνη και σπιρτόζα ήσουν. Με άποψη και χιούμορ. Με πείσμα και πειθώ. Με ειλικρίνεια και σεβασμό. Με χάρη και ξεχωριστή ομορφιά. Με έναν ιδιαίτερο τρόπο έκφρασης. Με μια εξαιρετικά συγκροτημένη σκέψη. Με διακρίσεις, με ήθος και με σπάνια ψυχικά χαρίσματα. Με καθολική αποδοχή από φίλους και συμμαθητές. Με σεβασμό από τους καθηγητές. Με περηφάνια από τους συγγενείς. Με καμάρι από τους γονείς.
Τώρα κοιτάζω το δωμάτιό σου. Τα παπούτσια που πρόσφατα είχες αγοράσει. Τα ρούχα που φόραγες στην τελευταία σου έξοδο, κομμένα από το χειρουργικό ψαλίδι. Τα ψιλά στην τσέπη σου. Τα πτυχία σου και τα πιστοποιητικά σου. Τα δώρα που μου έφερνες από τα ταξίδια σου. Τις φωτογραφίες σου. Την ομάδα και τα videos που ανάρτησαν στο face οι φίλοι σου. Τη φλόγα στο καντήλι σου. Τα ακριβά ρούχα σου. Το κλάμα των αδερφών σου μπροστά στη φωτογραφία σου. Νιώθω την αίσθηση της απώλειάς σου. Αγγίζω τη μεγαλοσύνη της ψυχούλας σου, την ευαισθησία της καρδούλας σου.
Υπήρξες και υπάρχεις. Μέσα στη ζωή μας, στην καρδιά μας, στην ψυχή μας στη σκέψη μας. Λείπεις από την καθημερινότητά μας, αδειάζουν οι μέρες μας, στοιχειώνουν οι νύχτες μας, τρέμουν τα πόδια μας, δακρύζουν τα μάτια μας, στεγνώνουν τα χείλη μας. Τίποτε πια δεν θα είναι το ίδιο. Καμιά Ανάσταση δεν θα σε φέρει πίσω. Αγκάθι πάνω στα φύλλα της καρδιάς, σκίρτημα στον πόνο της ψυχής, σκιά στον απόηχο κάθε μου σκέψης. Μια εξέλιξη που αδυνατείς να την πιστέψεις. Και μια φωνή μέσα μου να μου λέει ότι «πρέπει, πρέπει να αντέξεις». Και να ξέρω ότι πρέπει να παλέψω. Κι ας μην μπορώ ακόμα να το πιστέψω. Σε αγαπάω ομορφιά μου. Όπου κι αν είσαι, σε λατρεύω. Κι ας μην ξέρω πια σε τούτη τη ζωή, τι γυρεύω. Καλό σου ταξίδι αστεράκι μoυ…
Πηγη: rethymnoguide.gr