Το κλίμα στήριξης των κυβερνητικών χειρισμών που επικράτησε στην χθεσινή δωδεκάωρη συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ επιβεβαιώθηκε αργά το βράδυ με μία ενδεικτική ψηφοφορία με την οποία η πλειοψηφία των βουλευτών ενέκριναν την συμφωνία του Eurogroup και την λίστα των μεταρρυθμίσεων.
Με σημαντικές όμως «απώλειες» καθώς κατά του κειμένου τάχθηκε η Πρόεδρος της Βουλής, Ζωή Κωνσταντοπούλου ενώ ο Παναγιώτης Λαφαζάνης επέλεξε το λευκό. Οι διαφοροποιήσεις ξεπέρασαν τους 20, στους 18 από όσους μίλησαν προσδιόρισε τους διαφωνούντες ο Αλέκος Φλαμπουράρης.
Με τον τρόπο αυτό ο πρωθυπουργός κ. Αλέξης Τσίπρας θέλησε να καθαρίσει το εσωκομματικό τοπίο από την αρχή και να εξασφαλίσει την στήριξη των βουλευτών του για το δύσκολο τετράμηνο που έχει μπροστά του. Γι αυτό και στην τοποθέτησή του ανέφερε: “Θελω να ξερω αν συμφωνείτε ή διαφωνείτε με τη συμφωνία. Αν υπαρχει κάποιος που θα καταψήφιζε θελω να το πει εδώ”. Αν και δεν υπάρχει αμφιβολία για την καθολική στήριξη ωστόσο ακούστηκαν διαφορετικές εκδοχές για το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας. Από το ότι οι διαφωνίες ήταν πέντε “όχι” και τρία λευκά μέχρι και το ότι όσοι δεν συμφώνησαν ήταν περί τους 15-20. Το κλίμα μεταξύ των βουλευτών του απηχεί και το κλείσιμο του κ. Τσίπρα ο οποίος ανέφερε: “Η συμφωνία θα εξαρτηθεί και θα κριθεί απο τον τροπο που θα λειτουργήσουμε εμεις ως κυβέρνηση, με γοργό βήμα προωθούμε το νομοθετικό μας έργο. Ασκούμε διακυβέρνηση με πυξίδα την τήρηση της λαϊκής εντολής. Θα περιμένουμε να δουμε και τα υπόλοιπα κοινοβούλια ποια και πως θα επικυρώσουν την συμφωνία και μετά θα δουμε ενα πλαίσιο πολιτικής απόφασης τις επόμενες 2-3 μέρες”.
Στις τοποθετήσεις τους ακόμη και οι βουλευτές που ψήφισαν την συμφωνία εξέφρασαν προβληματισμό, ανησυχίες και επιφυλάξεις για τις συνέπειες που θα έχει η εφαρμογή της ωστόσο αναγνώρισαν ότι η κυβέρνηση δεν είχε άλλα περιθώρια και δεν έπρεπε να οδηγηθεί σε ρήξη. “Δεν είμαστε χαρούμενοι από αυτή την συμφωνία, φυσικά και έχουμε τις επιφυλάξεις μας και ξέρουμε τί σημαίνει” έλεγε βουλευτής αργά το βράδυ μετά την ψηφοφορία. Φράσεις όπως “επώδυνος συμβιβασμός, υποχώρηση, γκρίζες ζώνες στην συμφωνία” ακούστηκαν αρκετές φορές στην αίθουσα Γερουσίας που γινόταν η συνεδρίαση. Παράλληλα όμως οι περισσότεροι βουλευτές είναι πεπεισμένοι ότι η κυβέρνηση έχει περιθώρια να ασκήσει την πολιτική της ενώ αισιοδοξούν ότι οι θεσμοί με τους οποίους θα είναι σε συνεχή επαφή δεν θα βάλλουν προσκόμματα στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που προτείνουν. Το κλίμα δίνεται από την αναφορά βουλευτή: “μέχρι τώρα διαπραγματευόμαστε τώρα πρέπει να κυβερνήσουμε. Πετύχαμε μία συμφωνία συμβιβασμό η ευστάθεια της οποίας θα κριθεί από το κυβερνητικό έργο”. Στο πλαίσιο αυτό η κυβέρνηση προωθεί τα δικά της νομοθετήματα και ένα από τα πρώτα νομοσχέδια που θα έλθουν θα είναι για την προστασία της πρώτης κατοικίας και στην συνέχεια για τις 100 δόσεις. Πάντως μεταξύ των βουλευτών είναι διάχυτη η πεποίθηση ότι η ρήξη με τους δανειστές δεν έχει αποκλειστεί και ότι θα εξαρτηθεί από την έκταση των απαιτήσεών τους και την τελική συμφωνία στο τέλος τους τετραμήνου.
Η χθεσινή συνεδρίαση δεν κατέληξε στο αν η συμφωνία με τους εταίρους θα έλθει προς κύρωση στην Βουλή. Η θέση του Μεγάρου Μαξίμου είναι ότι θα εξαρτηθεί από τις συνθήκες και από το αν το απαιτήσουν οι εταίροι και δανειστές. Θεωρεί ότι καλύπτεται από την κύρωση της προηγούμενης δανειακής συμφωνίας που περιείχε και το μνημόνιο παρόλο που τώρα οι όροι θα είναι διαφορετικοί.
Τοποθέτηση πρωθυπουργού
Στην τοποθέτησή του ο πρωθυπουργός ανέφερε ότι η κυβέρνηση έδειξε ότι μπορεί να διαπραγματεύεται τώρα πρέπει να δείξει ότι μπορεί να κυβερνά. Μίλησε εκτεταμένα για τις επαφές που είχε ο ίδιος και ο υπουργός των Οικονομικών του κ. Γιάννης Βαρουφάκης με ομολόγους τους και από την επομένη των εκλογών μέχρι το κρίσιμο Eurogroup, για το αρνητικό κλίμα που αντιμετώπισαν, για τους συσχετισμούς και τις ισορροπίες μεταξύ των ευρωπαίων εταίρων. Περιέγραψε τα “επιτεύγματα της κυβέρνησης” ως εξής:
-διαχωρισμός της δανειακής σύμβασης από το μνημόνιο
-απεμπλοκή από το μνημόνιο ως πλαίσιο πολιτικής της λιτότητας
-επίτευξη ενδιάμεσης συμφωνίας που δίνει ανάσσα στον λαό και επιτρέπει να αποφύγουμε το σχέδιο πρόκλησης οικονομικής και χρηματοπιστωτικής ασφυξίας ώστε να γίνει σύντομη παρένθεση η αντιμνημονιακή αριστερή κυβέρνηση
-τέλος στα εξωπραγματικά πρωτογενή πλεονάσματα
-εξασφαλίστηκε η ομαλότητα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα
Ο κ . Τσίπρας αναφέρθηκε στην λίστα των μεταρρυθμίσεων λέγοντας ότι “καταφέραμε να αντικαταστήσουμε τις απαιτήσεις με μία σειρά μεταρρυθμισείς και στόχους που είναι και στόχοι της ελληνικής κυβέρνησης και συνιστούν εν μέρει υλοποίηση του προγράμματος της Θεσσαλονίκης.
Στο αμέσως προσεχές διάστημα θα γίνει η εξειδίκευση των μεταρρυθμίσεων που περιλαμβάνει η λίστα. Ο πρωθυπουργός υπογράμμισε ότι ζητούμενο είναι η οικοδόμηση της αξιοπιστίας έναντι του ελληνικού λαού που διατηρήθηκε με τις πρώτες μετεκλογικές ενέργειες. Επίσης είπε ότι είναι σημαντική η οικοδόμηση της αξιοπιστίας και έναντι των ευρωπαίων εταίρων με την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων.
Τις αντιρρήσεις του εξέφρασε ο κ. Παναγιώτης Λαφαζάνης ο οποίος σημείωσε: "Δεν υπήρξε συζήτηση στο υπουργικο συμβούλιο για τους χειρισμούς πριν πάμε στις διαπραγματεύσεις. Υπάρχουν σημεία στην επιστολή που δεν θυμίζουν γλώσσα δίκη μας αλλά των δανειστών". Έθεσε ως κόκκινη γραμμή τις ιδιωτικοποιήσεις στην ενέργεια, απορρίπτοντας κατηγορηματικά κάθε σχετικό ενδεχόμενο. Ακόμη και ο κ. Λαφαζάνης όμως ανέφερε ότι το κείμενο της συμφωνίας έφυγε τώρα πρέπει να προχωρήσουμε η κυβέρνηση θα κριθεί από το κατά πόσο θα εφαρμόσει το πρόγραμμά της.
Ο υπουργός Επικρατείας Νίκος Παππάς, υποστήριξε ότι η διπλωματία της κυβέρνησης απέδωσε στην σύνοδο κορυφής και στα Eurogroup και πρόσθεσε ότι "Η συμφωνία μας δίνει κάθε δυνατότητα να εφαρμόσουμε το προγραμμα μας και χρειάζεται γι αυτο αποφασιστικότητα και αρραγές μέτωπο. Η ρήξη δεν είναι αυτοσκοπός για την κυβερνηση. Αυτοσκοπός είναι η καλύτερη συμφωνία για την Ελλάδα και το λαό”.
Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος σημείωσε ότι έως τώρα πετύχαμε να σταθεροποιήσουμε την κατάσταση από δω και πέρα θα κριθούμε στην αποτελεσματικότητα μας στη διακυβέρνηση και αυτο είναι που θα μας ενισχύσει τη διαπραγματευτική μας δύναμη για το επόμενο διάστημα".
Μακρή: Θα ψήφιζα «παρών» γα τη συμφωνία
Την άποψή της ότι το κείμενο της συμφωνίας πρέπει να έρθει στη Βουλή, διατύπωσε η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Ραχήλ Μακρή, σημειώνοντας ότι αν ήταν στη συνεδρίαση της ΚΟ του κόμματος την Τετάρττη θα ψήφιζε «παρών», καθώς δεν έχει μελετήσει ακόμα τη λίστα Βαρουφάκη.
«Εγώ δεν ψήφισα χθες για είχα αποχωρίσει από τη συνεδρίαση της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ. Αν ήμουν εκεί θα ψήφιζα «παρών», γιατί θεωρώ ότι δεν δόθηκε σε έμενα χρόνος να μελετήσω το κείμενο», ανέφερε συγκεκριμένα η βουλευτής.
Σε ερώτηση του δημοσιογράφου αν υπήρχαν περίπου 30 διαφοροποιήσεις κατά τη συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, η κ. Μακρή ανέφερε: «Ναι είναι κοντά στην πραγματικότητα, έγινε μια πολιτισμένη συζήτηση στην ΚΟ στην οποία εγείραν οι βουλευτές τους προβληματισμούς τους μήπως με αυτή τη συμφωνία δεν μπορέσουμε να υλοποιήσουμε αυτά που έχουμε δεσμευτεί».
«Δεν έχει αποφασιστεί αν θα περάσει από την ολομέλεια. Για ψηφοφορία κρίνεται ότι μπορεί να μην έρθει και στην ολομέλεια γιατί αποτελεί μια στην ουσία παράταση, δεν αποτελεί τελικό κείμενο», είπε η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ προτείνοντας η συμφωνία να συζητηθεί στην επιτροπή οικονομικών υποθέσεων.
Μετά τις αντιδράσεις βουλευτών κατά τη χθεσινή συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ για τη συμφωνία με τους Ευωπαίους, ήταν η σειρά του Γιάννη Μηλιού να εκφράσει τη δυσαρέσκειά του και τις αντιρρήσεις του για το αν και τι κατάφερε ο Γιάνης Βαρουφάκης στις διαπραγματεύσεις του στις Βρυξέλλες.
Με κείμενο που ανήρτησε στον προσωπικό του λογαριασμό στο facebook και φέρει την υπογραφή του, αλλά και αυτές των Σπύρου Λαπατσιώρα και Δημήτρη Π. Σωτηρόπουλου, ο κ. Μηλιός κατακρίνει την τακτική που ακολούθησε η ελληνική πλευρά, κάνοντας λόγο για «ελλιπή προετοιμασία της κυβέρνησης και αντιφατικές τακτικές του ΥΠΟΙΚ». Παράλληλα χαρακτηρίζει τη διαπραγμάτευση ως «κακά στημένη που είχε τα χαρακτηριστικά άλματος με δεμένα μάτια».
Αναλύοντας τα ζητούμενα και το αποτέλεσμα ο κ. Μηλιός αναφέρει: «Η ελληνική κυβέρνηση προσήλθε στο Eurogroup της 12ης Φεβρουαρίου, δηλαδή στην πρώτη ουσιαστική φάση της διαπραγμάτευσης, με αίτημα μια συμφωνία σε ένα νέο «πρόγραμμα-γέφυρα», δηλώνοντας ρητά ότι είναι αδύνατη η παράταση του υπάρχοντος προγράμματος, που έχει απορριφθεί από τον ελληνικό λαό: Το «πρόγραμμα-γέφυρα» δεν θα περιελάμβανε όρους, αξιολογήσεις κλπ., αλλά μια επίσημη αποτύπωση της βούλησης όλων των πλευρών για διαπραγμάτευση χωρίς πιέσεις και εκβιασμούς και χωρίς οποιαδήποτε μονομερή ενέργεια. Στο πλαίσιο αυτό η Ελλάδα θα παραιτείτο από τις εναπομείνασες δόσεις του προηγούμενου προγράμματος – πέραν των 1, 9 δις ευρώ που οφείλουν να επιστρέψουν η ΕΚΤ και οι Κεντρικές Τράπεζες των κρατών-μελών από τα κέρδη που είχαν από τη διακράτηση ελληνικών ομολόγων (προγράμματα SMP και ANFA) – και θα της δινόταν η δυνατότητα έκδοσης εντόκων γραμματίων πέρα από το όριο των 15 δις, ώστε να καλύψει τυχόν έκτακτες ανάγκες».
Σύμφωνα με τον ίδιο το τελικό αποτέλεσμα ήταν «η απόρριψη-απόσυρση των παραπάνω σημείων με τα οποία προσήλθε η ελληνική κυβέρνηση στη διαπραγμάτευση. Πρέπει επίσης να σημειώσουμε εδώ ότι δεν υπάρχει καμία ρητή αναφορά στην κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών (π.χ. ότι θα επιτραπεί η έκδοση εντόκων για να πληρωθούν χρεολύσια, τόκοι και έκτακτες ανάγκες) μέχρι την ολοκλήρωση της αξιολόγησης».
Ο κ. Μηλιός καθιστά σαφές ότι «αν η συμφωνία συνιστά ανακωχή, στην προκειμένη περίπτωση ανακωχή δεν σημαίνει «ισοπαλία»: Η συμφωνία αποτελεί ένα πρώτο βήμα σε ολισθηρό έδαφος. Ναι μεν δίνεται χρόνος για το επόμενο βήμα, αλλά το τοπίο που οργανώνεται είναι ασφυκτικό, ελάχιστα θυμίζει τα minimum που επιζητούσε η κυβέρνηση μέχρι και τις 12 Φεβρουαρίου», αφήνοντας να εννοηθεί ότι αυτό που τελικά επετεύχθη δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επιτυχία.
Διαβάστε εδώ ολόκληρο το κείμενο των Μηλιού, Λαπατσιώρα, Σωτηρόπουλου.
Μόνη διέξοδος η φυγή προς τα εμπρός!
των Σπύρου Λαπατσιώρα, Γιάννη Μηλιού και Δημήτρη Π. Σωτηρόπουλου
1. Εισαγωγή
Μία αποτίμηση της «μεταβατικής» συμφωνίας της 20ής Φεβρουαρίου είναι ότι αποτελεί ανακωχή που επετεύχθη με πρωτοβουλία της ελληνικής κυβέρνησης και αποδοχή από την άλλη πλευρά (των «θεσμών»). Στο επόμενο διάστημα, μέχρι το πέρας του τετραμήνου, θα διαμορφωθούν οι όροι διαπραγμάτευσης για την επόμενη συμφωνία. Αυτό κατά μία έννοια σημαίνει ότι δεν κρίθηκε τίποτα ακόμη. Όμως, η αποτίμηση αυτή είναι επισφαλής. Πρώτον, η ίδια η «μεταβατική» συμφωνία αλλάζει το συσχετισμό δύναμης. Δεύτερον, επειδή οι «εχθροπραξίες» θα συνεχίζονται σε όλη τη διάρκεια του τετραμήνου (έλεγχος των δεσμεύσεων και επανερμηνεία των όρων της από κάθε πλευρά) απαιτείται να κατανοήσουμε πρώτα το τοπίο των διαπραγματεύσεων.
2. Συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου: Ένα πρώτο βήμα σε ολισθηρό έδαφος …
2α. Οι στόχοι της διαπραγμάτευσης
Η ελληνική κυβέρνηση προσήλθε στο Eurogroup της 12ης Φεβρουαρίου, δηλαδή στην πρώτη ουσιαστική φάση της διαπραγμάτευσης, με αίτημα μια συμφωνία σε ένα νέο «πρόγραμμα-γέφυρα», δηλώνοντας ρητά ότι είναι αδύνατη η παράταση του υπάρχοντος προγράμματος, που έχει απορριφθεί από τον ελληνικό λαό:
1. Το «πρόγραμμα-γέφυρα» δεν θα περιελάμβανε όρους, αξιολογήσεις κλπ., αλλά μια επίσημη αποτύπωση της βούλησης όλων των πλευρών για διαπραγμάτευση χωρίς πιέσεις και εκβιασμούς και χωρίς οποιαδήποτε μονομερή ενέργεια.
2. Στο πλαίσιο αυτό η Ελλάδα θα παραιτείτο από τις εναπομείνασες δόσεις του προηγούμενου προγράμματος – πέραν των 1, 9 δις ευρώ που οφείλουν να επιστρέψουν η ΕΚΤ και οι Κεντρικές Τράπεζες των κρατών-μελών από τα κέρδη που είχαν από τη διακράτηση ελληνικών ομολόγων (προγράμματα SMP και ANFA) – και θα της δινόταν η δυνατότητα έκδοσης εντόκων γραμματίων πέρα από το όριο των 15 δις, ώστε να καλύψει τυχόν έκτακτες ανάγκες.
3. Στο τέλος της μεταβατικής αυτής περιόδου, (α) η Ελλάδα θα καταθέσει τις τελικές της προτάσεις, που σύμφωνα με τις Προγραμματικές Δηλώσεις της κυβέρνησης θα περιλαμβάνουν ένα νέο πλαίσιο δημοσιονομικής στρατηγικήςγια τα επόμενα 3-4 χρόνια και ένα νέο εθνικό σχέδιο μεταρρυθμίσεων και παράλληλα (β) θα τεθεί το ζήτημα της διαπραγμάτευσης για αναδιάρθρωση-ελάφρυνση του δημόσιου χρέους.
Η γερμανική κυβέρνηση αλλά και οι «θεσμοί» (ΕΕ, ΕΚΤ, ΔΝΤ) προσήλθαν στη διαπραγμάτευση με τη θέση ότι η Ελλάδα έπρεπε να ζητήσει εξάμηνη «τεχνική επέκταση» του υφιστάμενου Προγράμματος (το οποίο για επικοινωνιακούς λόγους δέχθηκαν να μετονομαστεί σε «υφιστάμενο διακανονισμό» – existing arrangement), ώστε να γίνει δυνατή η επιτυχής ολοκλήρωση της αξιολόγησης (successful completion of the review).
2β. Η έκβαση της διαπραγμάτευσης
Η συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου περιλαμβάνει τετράμηνη παράταση της «Κύριας Σύμβασης Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης (Master Financial Assistance Facility Agreement, MFFA), η οποία θεμελιώνεται σε ένα σύνολο δεσμεύσεων».
Η παράταση της Σύμβασης («η οποία θεμελιώνεται σε ένα σύνολο δεσμεύσεων») σημαίνει: (α) αξιολογήσεις από τους τρεις «θεσμούς», (β) δεσμεύσεις ή όρους, (γ) συνέχιση της χρηματοδότησης με βάση το πλάνο των δόσεων του υφιστάμενου Προγράμματος, εφόσον υπάρξει θετική αξιολόγηση, (δ) επιστροφή των κερδών της ΕΚΤ και των εθνικών ΚΤ από τη διακράτηση ελληνικών ομολόγων, και πάλι όμως εφόσον υπάρξει θετική αξιολόγηση από τους «θεσμούς» (δεδομένης μάλιστα της «ανεξαρτησίας» της ΕΚΤ).
Με δυο λόγια πρόκειται για την απόρριψη-απόσυρση των σημείων (1) και (2) με τα οποία προσήλθε η ελληνική κυβέρνηση στη διαπραγμάτευση. Πρέπει επίσης να σημειώσουμε εδώ ότι δεν υπάρχει καμία ρητή αναφορά στην κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών (π.χ. ότι θα επιτραπεί η έκδοση εντόκων για να πληρωθούν χρεολύσια, τόκοι και έκτακτες ανάγκες) μέχρι την ολοκλήρωση της αξιολόγησης – εκτός αν η αναφορά στην «ανεξαρτησία της ΕΚΤ» υπονοεί την «ευχέρεια» αυτής να εξετάζει κατά πόσο η ελληνική κυβέρνηση ανταποκρίνεται «θετικά» στις «δεσμεύσεις» που συνοδεύουν την επέκταση της συμφωνίας (γεγονός το οποίο αναμφισβήτητα δυσχεραίνει τις όποιες «ερμηνευτικές» προσπάθειες προτίθεται να κάνει η κυβέρνηση σχετικά με τη συμφωνία).
Ταυτόχρονα, στη Συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου περιλαμβάνεται η θέση: «Οι ελληνικές αρχές δεσμεύθηκαν επίσης να εγγυηθούν τα απαραίτητα πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα ή τα έσοδα που απαιτούνται για να εγγυηθούν τη βιωσιμότητα του χρέους, όπως όριζε το ανακοινωθέν του Γιούρογκρουπ του Νοεμβρίου του 2012». Αυτό σημαίνει ότι η ελληνική κυβέρνηση παραιτείται από το στόχο διαπραγμάτευσης για την αναδιάρθρωση-απομείωση του ελληνικού δημόσιου χρέους και υιοθετεί το «πρόγραμμα βιωσιμότητας» που στηρίζεται στην «πληρωμή του κεφαλαίου του χρέους» μέσω πρωτογενών πλεονασμάτων. Αυτό σημαίνει την απόρριψη-απόσυρση και του σκέλους (β) του σημείου (3) με το οποίο προσήλθε η ελληνική κυβέρνηση στη διαπραγμάτευση.
Αυτό που κέρδισε η ελληνική κυβέρνηση (πέρα από την αλλαγή στην ορολογία, για την οποία έγινε τόση συζήτηση), είναι:
Α) Το σκέλος (α) του σημείου (3) των προτάσεών της, δηλαδή την ευχέρεια να προτείνει εκείνη προς έγκριση από τους «θεσμούς» τις μεταρρυθμίσεις για τη δημοσιονομική σταθεροποίηση και την ανάπτυξη. Έτσι απορρίφθηκαν τα μέτρα που είχε συμφωνήσει η προηγούμενη κυβέρνηση (μείωση συντάξεων και αύξηση του ΦΠΑ στα νησιά) και συμφωνήθηκε να δοθεί το βάρος στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της λαθρεμπορίας, στη μεταρρύθμιση του δημοσίου, στην αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος κλπ.1
Β) Η διαπραγμάτευση για το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος του 2015. Αντί του συμφωνημένου 3% του ΑΕΠ, η συμφωνία αφήνει το ζήτημα ανοιχτό για τον προσδιορισμό ενός χαμηλότερου ποσοστού: «Οι θεσμοί, σε ό, τι αφορά τον στόχο για το πρωτογενές πλεόνασμα το 2015, θα λάβουν υπόψη τους τις οικονομικές συνθήκες του 2015».
Επομένως καθίσταται σαφές ότι αν η συμφωνία συνιστά ανακωχή, στην προκειμένη περίπτωση ανακωχή δεν σημαίνει «ισοπαλία»: Η συμφωνία αποτελεί ένα πρώτο βήμα σε ολισθηρό έδαφος. Ναι μεν δίνεται χρόνος για το επόμενο βήμα, αλλά το τοπίο που οργανώνεται είναι ασφυκτικό, ελάχιστα θυμίζει τα minimum που επιζητούσε η κυβέρνηση μέχρι και τις 12 Φεβρουαρίου.
3. Υπάρχει ακόμα περιθώριο για αμφισβήτηση του νεοφιλελευθερισμού;
3α. Η επιτήρηση ως ισορροπία ανάμεσα σε «πολιτικό» και «ηθικό» κίνδυνο.
Η πολιτική στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ και της ευρωπαϊκής Αριστεράς είναι η ανατροπή του νεοφιλελευθερισμού, δηλαδή εκείνης της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής που επιδιώκει να εναποθέσει όλες τις κοινωνικές διαδικασίες (από την εκπαίδευση και την κοινωνική ασφάλιση μέχρι το δημόσιο χρέος) στη δικαιοδοσία και το «ρυθμιστικό ρόλο» των αγορών. Η ευρωπαϊκή Αριστερά επιδιώκει έτσι να διασφαλίσει εκείνη την ελευθερία άσκησης κυβερνητικής πολιτικής, που θα της επιτρέψει να περιορίσει την ισχύ των αγορών, φέρνοντας στο προσκήνιο τις κοινωνικές ανάγκες.
Ο νεοφιλελευθερισμός είναι ένα «πρόγραμμα» συνεχούς ενίσχυσης των συμφερόντων του κεφαλαίου, σε βάρος των συμφερόντων των εργαζομένων, των επαγγελματιών, των συνταξιούχων, της νεολαίας, των μικρομεσαίων. Ο ακραίος νεοφιλελευθερισμός, όπως εκφράζεται, για παράδειγμα, από τον κ. Σόιμπλε, δεν στερείται ορθολογικών στόχων και στρατηγικής, παρά τις ρητορικές ευκολίες που δίνει ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός σε όποιον τον χρησιμοποιεί. Επιχειρεί να επιλύσει και μέχρι στιγμής το κάνει, ορθολογικά, δύο προβλήματα:
Πρώτον, τη νομιμοποίηση ενός εργασιακού μοντέλου χωρίς δικαιώματα και κοινωνική προστασία, με χαμηλές και εύκαμπτες αμοιβές, χωρίς ουσιαστική διαπραγματευτική δυνατότητα από τη μεριά των εργαζομένων, έτσι ώστε να δημιουργηθούν ευνοϊκές συνθήκες για την κερδοφορία και τη συσσώρευση κεφαλαίου.
Δεύτερον, την οργάνωση της Ευρωζώνης (συντονισμός δημοσιονομικών πολιτικών, τραπεζική ενοποίηση, προγράμματα διάσωσης κλπ.) με στόχο μία Οικονομική και Νομισματική Ένωση στην οποία τα κράτη μέλη δεν θα υποκύπτουν στον «ηθικό κίνδυνο» να στηρίζουν κοινωνικές (ή άλλες) δαπάνες προσφεύγοντας στον δημόσιο δανεισμό. Τα κράτη υποβάλλονται στο δίλημμα λιτότητα-περικοπές-ιδιωτικοποιήσεις ή κίνδυνος χρεοστασίου, με αποτέλεσμα στη δεύτερη περίπτωση την αποδοχή ενός προγράμματος διάσωσης, το περιεχόμενο του οποίου είναι φυσικά και πάλι λιτότητα-περικοπές-ιδιωτικοποιήσεις.
Αυτή η ακραία οπτική επιθυμεί ιδιωτικοποιήσεις και πρωτογενή πλεονάσματα για να αποπληρωθεί το χρέος ενώ δεν αντιτίθεται σε μεταρρυθμίσεις όπως αυτές τις οποίες προτείνει η ελληνική κυβέρνηση (και ενδεχομένως έχει ανάγκη η ελληνική κοινωνία) – όπως η καλύτερη οργάνωση των συστημάτων είσπραξης (φόροι, εισφορές), η αναδιοργάνωση του δημοσίου τομέα, 2 η αποδυνάμωση γενικά των ολιγοπωλίων. Μπορεί ακόμα να καλωσορίσει ένα νέο πολιτικό προσωπικό, καθώς κατανοεί ότι έχει επιταχυνθεί ο κύκλος φθοράς και έλλειψης λαϊκής νομιμοποίησης του παλιού πολιτικού προσωπικού. Η διατήρηση του παλιού προσωπικού, εφόσον αυτό έχει απαξιωθεί στη συνείδηση της κοινωνικής πλειοψηφίας, θεωρείται από τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική «πολιτικός κίνδυνος», διότι μπορεί να οδηγήσει στις ανεξέλεγκτες ατραπούς μιας κοινωνικής έκρηξης.
Ο νεοφιλελευθερισμός θεωρεί όμως παράλληλα «ηθικό κίνδυνο» (moral hazard) κάθε πολιτική που στηρίζει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, διευρύνει το δημόσιο χώρο, επεκτείνει το κοινωνικό κράτος, θέτει την αναπαραγωγή της κοινωνίας πέρα και έξω από την εμβέλεια δράσης των αγορών.
Με άλλα λόγια, το ζητούμενο του νεοφιλελευθερισμού είναι τόση λιτότητα, όση απαιτείται ώστε να μην αυξάνει ο «πολιτικός κίνδυνος», ενώ ταυτόχρονα αποτρέπεται ο «ηθικός κίνδυνος».
Γενικά μιλώντας, οι δύο κίνδυνοι, «ηθικός» και «πολιτικός», κινούνται σε αντίθετη κατεύθυνση, λόγω των συνεπειών με τις οποίες είναι συνδεδεμένοι στην τρέχουσα συγκυρία. Όταν μειώνεται ο «ηθικός» κίνδυνος, αυξάνει ο «πολιτικός» και αντίστροφα. Επομένως, η ένταση μεταξύ αυτών των δύο αυτών τάσεων καταλήγει, όταν συναντούνται, στην ανίχνευση της εκάστοτε κατάλληλης ισορροπίας μεταξύ «ηθικού κινδύνου» (όταν οι κυβερνήσεις υποκύψουν στον «κίνδυνο» να αποδεχθούν συμφέροντα των κατώτερων τάξεων) και «πολιτικού κινδύνου» (να αποδιαρθρωθούν οι πολιτικές ελίτ και να προκύψουν φαινόμενα ανεξέλεγκτων μαζικών κινητοποιήσεων). Οι «ανεξάρτητες αρχές» που δεν ελέγχονται «δημοκρατικά», ειδικά για θέματα που αφορούν την «οικονομία», με κύριο παράδειγμα την «ανεξαρτησία» της ΕΚΤ, είναι μία μέθοδος ανίχνευσης της ισορροπίας ανάμεσα στους δύο «κινδύνους». Αυτό όμως δεν θεωρείται επαρκές.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση τον καθοριστικό ρόλο έχει πλέον αναλάβει η «αξιολόγηση των συμφωνιών». Αν προσέξουμε τη συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου θα δούμε ότι δεν είναι εντελώς κλειστή για αιτήματα που αυξάνουν τον «ηθικό κίνδυνο», δηλαδή προωθούν ρυθμίσεις υπέρ του κοινωνικού κράτους και της εργασίας. Όμως, βασικό σημείο της συμφωνίας είναι ότι οι «θεσμοί» θα αξιολογούν ποιες μεταρρυθμίσεις (δεν) δημιουργούν προβλήματα στα δημόσια οικονομικά, στις προοπτικές οικονομικής μεγέθυνσης και στη σταθερότητα και ομαλή λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος.3 Η αξιολόγηση, δηλαδή η επιτήρηση, αποτελεί σημαντική τροχοπέδη στην υλοποίηση του προγράμματος και των κοινωνικών μετασχηματισμών που επιδιώκει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Πέραν του ρητώς ανοικτού ακόμη ζητήματος της κάλυψης των χρηματοδοτικών αναγκών, δείγματα γραφής της συνεχούς αξιολόγησης, που εγείρει τόσο η συμφωνία όσο και η σχέση με την ΕΚΤ ως έμμεσου χρηματοδότη, αποτελεί τόσο η επιστολή της ΕΚΤ, αλλά και αυτή του ΔΝΤ, που «ερμηνεύουν» τις μεταρρυθμίσεις ως «ισοδύναμα» μέτρα των δεσμεύσεων που περιγράφονταν στο παλιότερο «Πρόγραμμα». Ειδικά το ΔΝΤ δεν παραιτείται από την ολοκλήρωση των μέτρων για το άνοιγμα των επαγγελμάτων, τις ιδιωτικοποιήσεις, την αγορά εργασίας και το ασφαλιστικό, που περιγραφόταν στο παλιότερο «Πρόγραμμα». Αξίζει να σημειωθεί ότι η μη-ποσοτικοποίηση των στόχων, το μη-καθορισμένο έλλειμμα, η απουσία οποιασδήποτε ρητής συζήτησης για τον υπολογισμό του δημοσιονομικού κενού, καθιστά ανοικτό και συνεχώς «ερμηνεύσιμο» ζήτημα τον υπολογισμό της απόδοσης των μέτρων ως «ισοδυνάμων».4
3β. Πού κρίθηκε η διαπραγμάτευση: Για τη διαπραγματευτική τακτική και στρατηγική
Το βασικό ερώτημα για τη σημασία της συμφωνίας της 20ής Φεβρουαρίου, πέραν των στρατηγικών που διαπλέκονται και συμπυκνώνονται σε αυτήν, είναι τι δυνατότητες (παρά τα ασφυκτικά περιθώρια) αφήνει στην κυβέρνηση για να υλοποιήσει το πρόγραμμά της. Προηγουμένως όμως χρειάζεται να ανιχνεύσουμε τις «δυσκολίες» που οδήγησαν την κυβέρνηση στην αναδίπλωση της 20ής Φεβρουαρίου.
Η συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου καθορίστηκε προφανώς τόσο από εξωτερικούς παράγοντες, το δεδομένο και γνωστό νεοφιλελεύθερο πλαίσιο των «θεσμών», όσο όμως και από εσωτερικούς, οι οποίοι τελικά έπαιξαν και τον καθοριστικό ρόλο.
Δευτερεύουσα μόνον σημασία έπαιξε η ελλιπής προετοιμασία της κυβέρνησης και οι αντιφατικές τακτικές του ΥΠΟΙΚ, όπως για παράδειγμα:
Πρώτον: Η απουσία σοβαρού σχεδίου που να στηρίζεται σε αριθμούς και ανάλυση. Ακόμη και στο Παράρτημα που δημοσίευσε το ΥΠΟΙΚ ως τεχνική σύνοψη φαίνεται το επιφανειακό επίπεδο. Επιπλέον, σε αυτό γίνεται η κρίσιμη παραδοχή ότι η βιωσιμότητα του χρέους συνδέεται με τα πρωτογενή πλεονάσματα (θέση που συνιστά σημαντική στρατηγική υποχώρηση).
Δεύτερον: Η εκφορά κάποιων γενικών αρχών της πρότασης για την απομείωση του χρέους από το Λονδίνο. Εδώ υπάρχει τακτικό σφάλμα: Χωρίς συνάντηση με την ΕΚΤ ανακοινώνεται μία πρόταση, από χώρα εκτός Ευρωζώνης, η οποία εμπλέκει τα ομόλογα που κατέχει η ΕΚΤ σε συμφωνία ανταλλαγής. Πρόκειται για πρόταση αλλαγής των κανόνων της ΕΚΤ, η οποία ωθεί την ΕΚΤ κατευθείαν, χωρίς δεύτερη κουβέντα, σε θέση άρνησης για προφανείς λόγους που συνδέονται με την πολιτική της και τις ισορροπίες που τηρούνται στο ΔΣ, αλλά και την επίθεση που ήδη δέχεται για «παραβίαση των κανόνων» που την διέπουν, με την πολιτική «ποσοτικής χαλάρωσης». Είναι επίσης προφανές ότι δεν χρειάζεται να εμπλακεί άμεσα η ΕΚΤ σε μία τέτοια συμφωνία, αλλά το ίδιο μπορούσε να γίνει με άλλους τρόπους, οι οποίοι είναι συμβατοί με τις τρέχουσες ισορροπίες. Το άλλο κομμάτι της πρότασης, τα δάνεια σε EFSF συνδεδεμένα με τους ρυθμούς μεγέθυνσης, συνιστά γενικόλογη πρόταση και προφανώς αφορά το δεύτερο στάδιο της διαπραγμάτευσης.
Τρίτον: Φάνηκε ότι η κυβέρνηση έδωσε πολύ μεγάλο βάρος στην επικοινωνιακή διαχείριση του θέματος, σε σχέση με άλλες διαστάσεις. Αυτό αποτελεί αρνητικό σημάδι και για το εσωτερικό και για το εξωτερικό. Για παράδειγμα, το περιστατικό με τον Ντάιεσεμπλουμ προφανώς τόνωσε το «εθνικό αίσθημα», αλλά συγχρόνως αφαίρεσε διαπραγματευτική ισχύ από τη στιγμή που όλο το Σαββατοκύριακο ασχολήθηκε η κυβέρνηση με το να καθησυχάζει τις αγορές που θα άνοιγαν την Δευτέρα, γεγονός που σηματοδότησε ότι η κυβέρνηση δεν έχει σταθερή τακτική διαπραγμάτευσης (και φυσικά στην ίδια συνάντηση ακόμη και σε μη έμπειρους παρατηρητές φάνηκε ότι δεν υπάρχει και ομάδα ισότιμων κυβερνητικών μελών στη διαπραγμάτευση).
Είναι εύκολα κατανοητό πώς αυτή η κακά στημένη διαπραγμάτευση, παρά τις εργατοώρες που αφιέρωσαν οι πρωταγωνιστές της, είχε τα χαρακτηριστικά άλματος με δεμένα μάτια. Επίσης, οι διαφορές και οι κακοί χειρισμοί και οι μετατοπίσεις έδειξαν στους εταίρους ότι η ελληνική πλευρά είναι επιδεκτική χειρισμών.
Όμως τελικά η διαπραγμάτευση δεν κρίθηκε τόσο στο επίπεδο των τακτικών κινήσεων ή στο εξωτερικό, όσο στο εσωτερικό. Εκείνο που καθόρισε την αναδίπλωση της ελληνικής πλευράς ήταν η στρατηγική πολιτική απόφαση για οικοδόμηση συμπαγών σχέσεων κοινωνικής εκπροσώπησης με εκείνα τα κοινωνικά στρώματα που θεωρούν ως αδιανόητη τη διαταραχή της «ομαλότητας της αγοράς», τη στιγμή που όλοι γνώριζαν τη σημασία και το χαρακτήρα της αναμέτρησης. Το συζητημένο σενάριο ενός bankrun οφείλει πάντα να εντάσσεται (και άρα να εξετάζεται, πέρα από τις επιμέρους τεχνικές αντιμετώπισης) στο πλαίσιο ενός κοινωνικού συσχετισμού δύναμης.
Παράλληλα είναι αδιανόητο να υιοθετείται το επιχείρημα ότι συνέχεια μιας υποτιθέμενης «κατάρρευσης των τραπεζών» θα ήταν η «έξοδος από το ευρώ», ένα σενάριο μηδενικής πιθανότητας, που αποτέλεσε απλώς «επιχείρημα» των κυβερνήσεων Παπανδρέου – Παπαδήμου – Σαμαρά για να αποδεχθεί η ελληνική κοινωνία τα Μνημόνια, και αποτελεί πάντα «όπλο» ακραίων νεοφιλελεύθερων, τύπου Σόιμπλε.
3γ. Το διακύβευμα: Τίποτα δεν είναι δυνατό να αλλάξει, ή ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός;
Όσα προηγήθηκαν μας οδηγούν στο συμπέρασμα, με την πιο ήπια διατύπωση, ότι έχει συνομολογηθεί μία συμφωνία, η οποία περιορίζει σημαντικά την άσκηση πολιτικής στα δημόσια οικονομικά αλλά και σε άλλους τομείς. Επομένως, το οικονομικό τοπίο στο οποίο βασίζεται η κυβέρνηση για τη διαπραγμάτευση και την αξιολόγηση της τελικής συμφωνίας είναι ολισθηρό.
Το γεγονός ότι η κυβέρνηση επιλέγει να παρουσιάζει την προφανή υποχώρηση και την αναγκαστική αλλαγή του προγράμματός της ως «νίκη», αποτελεί κακό σημάδι για τη συνέχεια, επειδή δείχνει ότι περισσότερο ενδιαφέρεται για την επικοινωνία παρά για την ουσία. Αυτό ίσως προοπτικά να αποτελέσει την πραγματική ήττα, εφόσον το σήμα το οποίο εκπέμπεται και εισπράττεται από την κοινωνία ενισχύει την πεποίθηση: «μην πιστεύεις τους πολιτικούς σε ό, τι λένε, επάγγελμα κάνουν για να είναι κυβέρνηση».
Ας αναλογιστούμε το εξής απλό δεδομένο: Η κυβέρνηση αυτή δεν προήλθε επειδή υποστήριξε το 70% του Μνημονίου – αν μάλιστα το είχε υποστηρίξει ίσως να μην περιλαμβανόταν καν στον κοινοβουλευτικό χάρτη σήμερα. Η επιχείρηση επανεγγραφής της εντολής της, ώστε να περιλαμβάνει το 70% του Μνημονίου αποτελεί εγχείρημα αλλαγής των σχέσεων εκπροσώπησης και των κοινωνικών συμμαχιών στις οποίες στηρίζεται. Επειδή προφανώς το 70% αυτό καθαυτό είναι ένα νούμερο του αέρα (γιατί όχι 68% ή 72%; με βάση τις σελίδες, τα υποκεφάλαια, ή τα μέτρα;), η επιλογή του αποτελεί διακύβευμα ερμηνείας και συγκρότησης σχέσεων εκπροσώπησης. Το ερώτημα, το οποίο είναι ανοικτό ακόμη για την κυβέρνηση, είναι αν θα επικρατήσει η επικοινωνιακή λογική της «νίκης» και της παράβλεψης των κρίσιμων ζητημάτων που αναδείχθηκαν, ή θα επιχειρηθεί να αναλυθεί σε βάθος η υποχώρηση που συνιστά η συμφωνία και οι όροι αυτής της υποχώρησης όσο υπάρχει χρόνος (πολύ λίγος, μιας και άμεσα ξεκινά ήδη ο επόμενος γύρος διαπραγμάτευσης).
Με τα νέα αρνητικά δεδομένα που συνεπάγεται η συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου, η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ έχουν μία μόνο οδό εξόδου από το αδιέξοδο του νεοφιλελεύθερου ευρωπαϊκού κλοιού: Την έφοδο προς τα εμπρός!
- Την έφοδο προς τα εμπρός με όχημα την αλήθεια: Να ξεκινήσει κανείς από την παραδοχή των υποχωρήσεων, με στόχο να αναζητηθούν οι τρόποι, ώστε να μην υπάρξει μακροπρόθεσμη βλάβη, δηλαδή η κυβέρνηση να επαναφέρει στην ημερήσια διάταξη τις προγραμματικές μας δεσμεύσεις για αναδιανομή εισοδήματος και ισχύος προς όφελος των δυνάμεων της εργασίας, για ανοικοδόμηση του κοινωνικού κράτους, για δημοκρατία και συμμετοχή.
- Την έφοδο προς τα μπρος, με όχημα τόσο τη ριζική μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος, ώστε επιτέλους το κεφάλαιο να επωμιστεί τα βάρη που του αναλογούν, όσο και με την εξυγίανση της δημόσιας ζωής από τις έκνομες πρακτικές στις οποίες επιδίδεται μερίδα της ελληνικής ολιγαρχίας: Λαθρεμπορία πετρελαιοειδών και προϊόντων καπνού, ενδο-ομιλικές συναλλαγές, φοροδιαφυγή, καταχρηστική δανειοδότηση κλπ.
Απαιτείται δηλαδή άμεσα μια νέα ορμητικότητα αλλαγών στο εσωτερικό της χώρας, έτσι ώστε να οικοδομηθούν σε νέες βάσεις οι συμμαχίες με τις κατώτερες τάξεις. Μεταφορικά, αυτό που λείπει και που δυστυχώς μοιάζει να απομακρύνεται με τη συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου, είναι ένα εσωτερικό «μνημόνιο για τον πλούτο», με παράλληλη βελτίωση των όρων ζωής των λαϊκών τάξεων. Ο στόχος «να πληρώσει η ολιγαρχία» δεν ήταν ποτέ περισσότερο επίκαιρος.
Σε μια κοινωνία που η απώλεια του 25% του ΑΕΠ και η φτωχοποίηση μεγάλου τμήματος του πληθυσμού δεν είναι παρά η ορατή όψη της ραγδαίας όξυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων, σε μια κοινωνία που η τεράστια ανεργία είναι το συμπλήρωμα ενός εκτεταμένου εργασιακού μεσαίωνα, σε μια κοινωνία πολλαπλών αντιθέσεων αλλά και υψηλών προσδοκιών, η «δημοτικότητα» της κυβέρνησης δεν θα διατηρηθεί στο 87% ή στο 80% για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Για να παραμείνει η κυβερνητική πολιτική ηγεμονική, θα πρέπει να ταχθεί καθαρά με τα συμφέροντα της εργαζόμενης πλειοψηφίας, να αμφισβητήσει τη στρατηγική νεοφιλελευθερισμού. Περιθώριο για «εθναρχική» πολιτική, που να υπερασπίζεται γενικά και αόριστα κάθε τι «ελληνικό» ή «ευρωπαϊκό» δεν υπάρχει, δεν υπήρξε άλλωστε ποτέ, αλλά ούτε και θα υπάρξει ποτέ στην προβληματική της Αριστεράς.
1 Και στο σημείο αυτό βέβαια, οι τελικές αποφάσεις απαιτούν την έγκριση των «θεσμών»: «Οι ελληνικές αρχές δεσμεύονται να απόσχουν από την ακύρωση μέτρων και από μονομερείς αλλαγές των πολιτικών και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα επηρέαζαν αρνητικά τους δημοσιονομικούς στόχους, την ανάκαμψη της οικονομίας ή τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, όπως αυτά αξιολογούνται από τους θεσμούς».
2 Αλλά και εδώ ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες: στις μορφές που θα λάβει η αναδιοργάνωση.
3 Να μην ξεχνάμε για παράδειγμα, ότι η μεγέθυνση στο τρέχον πρόγραμμα εξαρτάται από τις εξαγωγές και η αύξηση των μισθών θεωρείται ότι μειώνει τους βαθμούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και εμποδίζει την αύξηση των εξαγωγών (λανθασμένη άποψη, όπως προκύπτει πλέον και εμπειρικά, αλλά αυτή είναι η κυρίαρχη θεώρηση των «θεσμών»). Επίσης, άλλο παράδειγμα, η ρύθμιση των «κόκκινων δανείων» προφανώς επηρεάζει το χρηματοπιστωτικό σύστημα και επομένως είναι υπό αίρεση ως πρόγραμμα αλλά και ως προς τον βαθμό, το χρόνο και τους όρους εφαρμογής της αν υπάρξει ως πρόγραμμα.
4 Στην επιστολή του προς τον Jeroen Dijsselbloem με ημερομηνία 24/2/2015, ο Mario Draghi επισημαίνει: «Σημειώνουμε ότι οι δεσμεύσεις που περιγράφονται από τις [ελληνικές] αρχές διαφέρουν από τις υπάρχουσες δεσμεύσεις του προγράμματος σε ορισμένους τομείς. Σε τέτοιες περιπτώσεις, θα πρέπει να αξιολογηθεί κατά τη διάρκεια της επανεξέτασης, εάν τα μέτρα που δεν γίνονται αποδεκτά από τις αρχές αντικατασταθούν με μέτρα ίσης ή καλύτερης ποιότητας όσον αφορά την επίτευξη των στόχων του προγράμματος». (“We note that the commitments outlined by the authorities differ from existing programme commitments in a number of areas. In such cases, we will have to assess during the review whether measures which are not accepted by the authorities are replaced with measures of equal or better quality in terms of achieving the objectives of the programme”).
5 To “Grexit” ως επαρκή λόγο συμβιβασμού χρησιμοποιεί, π.χ., ο James Galbraith: «Μη συμφωνία θα σήμαινε ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων, ή διαφορετικά κατάρρευση τραπεζών, χρεοστάσιο και πρόωρη έξοδο από το ευρώ» (“No agreement would have meant capital controls, or else bank failures, debt default, and early exit from the Euro”): “Reading The Greek Deal Correctly”,