Με μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής συνδέεται ο φυσιολογικός τοκετός μετά τα 33 σύμφωνα με αμερικανική μελέτη που δημοσιεύεται στο επιστημονικό έντυπο Menopause. Οι ερευνητές της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Βοστόνης υποστηρίζουν ότι τα ίδια γονίδια που επιτρέπουν σε μια γυναίκα να γίνει μητέρα σε μεγάλη ηλικία, της δίνουν επίσης το πλεονέκτημα της μακροζωίας.
Ο Δρ Τόμας Περλς και οι συνεργάτες του μελέτησαν στοιχεία που αφορούσαν 551 οικογένειες με μεγάλο προσδόκιμο επιβίωσης και διαπίστωσαν ότι, οι γυναίκες που είχαν γεννήσει φυσιολογικά μετά την ηλικία των 33 ετών, είχαν διπλάσιες πιθανότητες να είναι εν ζωή μέχρι και την ηλικία των 95 ετών, συγκριτικά με γυναίκες που είχαν αποκτήσει παιδί έως το 29ο έτος ζωής τους.
«Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι μια γυναίκα θα πρέπει να περιμένει να αποκτήσει παιδί σε μεγαλύτερη ηλικία, νομίζοντας ότι έτσι θα βελτιώσει την πιθανότητά της να ζήσει περισσότερο», σημειώνει ο Δρ Περλς. «Η φυσική ικανότητα μιας γυναίκας να αποκτήσει παιδί σε μεγαλύτερη ηλικία πιθανώς δείχνει ότι το αναπαραγωγικό σύστημά της γερνά πιο αργά και, κατά συνέπεια, εξίσου αργά γερνά και το υπόλοιπο σώμα της», συμπληρώνει.
Η μελέτη πάντως αποτελεί μια ένδειξη ότι οι γυναίκες μπορεί να είναι η «κινητήρια δύναμη» πίσω από την εξέλιξη εκείνων των γονιδιακών παραλλαγών που καθιστούν εφικτή τη βραδεία γήρανση. Αυτό εν μέρει εξηγεί γιατί πολύ περισσότερες γυναίκες καταφέρνουν να τα εκατοστήσουν σε σχέση με τους άνδρες.
Προηγούμενη μελέτη είχε δείξει ότι οι γυναίκες που γεννάνε φυσιολογικά μετά τα 40, έχουν τετραπλάσια πιθανότητα να φθάσουν σε ηλικία 100 ετών, σε σχέση με όσες κάνουν το τελευταίο παιδί σε μικρότερη ηλικία. Εξάλλου, άλλες έρευνες έχουν δείξει ότι γενικότερα οι άνθρωποι που ζουν περισσότερα χρόνια, είναι λιγότερο ευάλωτοι στις συνήθεις παθήσεις των γηρατειών.