Σύμφωνα με άρθρο στο mesogianews του Νομικού Γιάννη Προφή ο οποίος γννήθηκε και ζει στο Κορωπί και ενδιαφέροντά του είναι η ζωγραφική και η λαογραφία του τόπου του, αναφέρει σχετικά με την μάχη του Θήτη:
"Η τοπική παράδοση του Κορωπίου διηγείται για μια νικηφόρα μάχη που έγινε κατά τα πρώτα χρόνια της Επανάστασης του 1821 στο φαράγγι πίσω από το λόφο της Παναγίας της Μισοσπορίτισσας του Θήτη.
Τότε μια ομάδα από Κορωπιώτες και Λιοπεσιώτες, κυρίως γυναικόπαιδα, με επικεφαλής τον Κορωπιώτη παπα-Γκίκα, εγκατέλειψαν τα χωριά τους για να σωθούν από την εκδικητική μανία, τη λεηλασία και τη σφαγή που επί τριήμερο προκαλούσαν στα Μεσόγεια έφιππα στρατεύματα του Κιουταχή. Ήταν η εποχή που ο Τούρκος στρατηγός πολιορκούσε την ακρόπολη της Αθήνας. Προορισμός της πιο πάνω ομάδας ήταν ο όρμος της Λουμπάρδας, απ’ όπου οι μεσογείτες θα επιβιβάζονταν σε καΐκια νησιωτών, που τους περίμεναν για να τους μεταφέρουν στον Πόρο και γενικά στη Τροιζηνία.
Η μάχη που δόθηκε στο φαράγγι του Θήτη υπό την ηγεσία του Κορωπιώτη παπα-Γκίκα υπήρξε νικηφόρα για τους Κορωπιώτες και τους Λιοπεσιώτες και μάλιστα, εκτός του τραυματισμού του αρχηγού, δεν αναφέρονται άλλα θύματα από τη μεριά τους.
«Οι Τούρκοι άφησαν πολλούς νεκρούς...»
Ο Παναγιώτης Α. Δήμας, που διασώζει στις σημειώσεις του την προφορική παράδοση, περιγράφει το γεγονός, με τη δικαιολογημένη αδυναμία του στον ορθό χειρισμό της γραπτής γλώσσας, ως εξής:
«Κατά την επανάστασιν του 1821 οι Μεσογείτες επέρασαν πολλά δεινά από τους Τούρκους. Οι Κορωπιώτες και οι Λιοπεσιώτες έστειλαν τα γυναικόπαιδά τους με επικεφαλής τους εκ Κορωπίου ιερείς Παπαγκίκα και Παπαμιχάλη σε δύο ομάδες εις την Τροιζηνίαν το 1825. Και ο μεν Παπαγκίκας (εκρύβη;) καθ’ οδόν στην χαράδρα της εκκλησίας των Εισοδίων της Θεοτόκου, αλλά τελικά έδωσε μάχη και επληγώθη. Αλλά οι Τούρκοι φοβηθέντες, διότι άφησαν πολλούς νεκρούς, έφυγαν...
Ο παπα-Μιχάλης ήτο πιο τυχερός, διότι εκρύβη εις την περιοχήν Αραντάρδας (στα αρβανίτικα σημαίνει χωράφι του αχλαδιού), που ήτο μέρος αθέατο... Εσυνέχισαν οι δύο ομάδες και διεκπεραιώθησαν έως τα παράλια της Πελοποννήσου... Πριν από το 1900 το νερό (σημ. της Λουμπάρδας) που έτρεχε πλησίον της θάλασσας, το θεωρούσαν ιαματικό, όπως και είναι, ευκολόπεπτο από το στομάχι. Εδώ έπλυνε τις πληγές του ο ιερέας παπα-Γκίκας».
Εκτός του Παναγιώτη Δήμα, στο ίδιο γεγονός αναφέρεται και ο Σερ. Κόλλιας στο βιβλίο «1821 Ανδρεία και Τέχνη» έκδοση του Δήμου Κρωπίας (2004), σε άρθρο του με τίτλο. «Η Επανάσταση του ’21 στο Κορωπί» σ. 23, 24. Πρόκειται για μια παραλλαγή της πιο πάνω παράδοσης, που δεν αλλάζει καθόλου την ουσία του γεγονότος, αλλά επεκτείνει τις συμπλοκές, εκτός του Θήτη και στις τοποθεσίες Κλόσαρι και Μακιλιάρι. Ειδικά για το Μακιλιάρι έχω τη γνώμη ότι η μάχη δεν επεκτάθηκε μέχρι εκεί, αλλά ότι αυτή η εντύπωση δημιουργήθηκε λόγω της ονομασίας του τοπωνυμίου (Μακιλιάρι = μακελειό, κατά την κοινή παραδοχή, ωστόσο σύμφωνα με την ορθή μετάφραση σημαίνει χασάπης). Θεωρήθηκε δηλ. ότι η ονομασία αυτή δόθηκε στην τοποθεσία λόγω του γεγονότος, ενώ αυτή προϋπήρχε πολλές δεκαετίες προηγουμένως, αφού αναφέρεται στο Κτηματολόγιο του 1793.
Η επιβεβαίωση από την Ιστορία
Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι η πιο πάνω παράδοση επιβεβαιώνεται από την επίσημη Ιστορία, αφού στα απομνημονεύματα του Νικ. Καρώρη αναφέρονται τα εξής:
«10 Ιουλίου... Οι Τούρκοι ήσαν τρεις ημέρας εις Μισόγεια και ελαφυραγώγησαν τα ήμιση σχεδόν ζωντανά των Μισογείων, τα δε άλλα ήμιση τα επέρασαν οι κάτοικοι εις τας νήσους ομού και τα παιδία των, έχοντες πιασμένα θέσιν έμπροσθεν του παραθαλασσίου εκ της οποίας ετουφέκιζον και εμπόδιζον τον εχθρόν».
(Βλ. «Απομνημονεύματα Αγωνιστών του 21», Απομνημονεύματα Ν. Καρώρη, σ. 75)
Από το πιο πάνω απόσπασμα, όπως παρατηρεί και ο Σερ. Κόλλιας, προκύπτει και η ημερομηνία που συνέβη το γεγονός: 6 έως 9 Ιουλίου 1826, με επικρατέστερη κατά τη γνώμη μου την 8η Ιουλίου.
Σχολιάζοντας την τοπική παράδοση, παρατηρούμε ότι αυτή διέσωσε τη χρονολογία του γεγονότος της μάχης με θαυμαστή προσέγγιση, με διαφορά ενός μόνο έτους (1825 αντί 1826). Ο Π. Α. Δ. κατέγραψε τη χρονολογία αυτή όπως την είχε ακούσει από τους γεροντότερους Κορωπιώτες, χωρίς φυσικά να είχε υπόψη του κείμενα που πραγματεύονται την Ιστορία της Επανάστασης. Σχετικά με τη μάχη, δε θα πρέπει να μας διαφεύγει και το αυτονόητο, ότι έλαβαν μέρος σ’ αυτήν κυρίως γυναίκες, ακόμη και παιδιά, αφού οι άντρες που συμμετείχαν στην ομάδα του παπα-Γκίκα θα πρέπει να ήσαν ελάχιστοι και μάλιστα αρκετά ηλικιωμένοι. Κατά τη γνώμη μου η αντιμετώπιση των Τούρκων θα έγινε με ραβδιά ρόπαλα, φτυάρια και άλλα αυτοσχέδια μέσα και με ελάχιστα ή καθόλου όπλα. Την περίοδο εκείνη ο μεγάλος αριθμός των ένοπλων ανδρών των Μεσογείων, από την εφηβική ηλικία και άνω, βρισκόταν στο λεκανοπέδιο της Αθήνας υπερασπιζόμενος την Ακρόπολη υπό τον Γκούρα.
Γιατί η μάχη δόθηκε στη χαράδρα του Θήτη;
Προκύπτει πάντως σήμερα το ερώτημα πώς ο παπα-Γκίκας με την ομάδα του βρέθηκε στη χαράδρα του Θήτη, ενώ κανονικά θα έπρεπε να βρισκόταν πάνω στη σημερινή λεωφόρο Κορωπίου – Αγίας Μαρίνας. Ο Π. Α. Δήμας αφήνει να εννοηθεί ότι όταν ο παπα-Γκίκας αντελήφθη την επέλαση των Τούρκων ιππέων, διέκοψε την πορεία του στον πιο πάνω δρόμο και κατέφυγε στη χαράδρα του Θήτη για να κρυφτεί, πράγμα άλλωστε που έπραξε και ο παπα-Μιχάλης, επιλέγοντας άλλη τοποθεσία. Τούτο όμως δεν έιναι ακριβές γιατί η χαράδρα του Θήτη βρισκόταν ακριβώς πάνω στο μοναδικό τότε υπάρχοντα δρόμο που ένωνε το Κορωπί με τη Λουμπάρδα, μέσω του προ πολλών δεκαετιών καταργηθέντος δρόμου της Κιάφας Θήτη. Επομένως ο παπα-Γκίκας δεν έκανε καμιά αλλαγή στην πορεία του και πορευόταν πάνω στον κανονικό δρόμο.
Ποιος ήταν ο παπα-Γκίκας;
Το επώνυμο του ηρωικού Κορωπιώτη παπά το αγνοούμε και μας είναι γνωστό μόνο το βαφτιστικό του όνομα: Γκίκας. Σχετικά θα πρέπει να γνωρίζουμε πως την εποχή αυτή το όνομα Γκίκας ήταν βαφτιστικό (σημαίνει Γιώργος) και όχι επώνυμο, όπως οι πολλοί νομίζουν. Αλλά κι αν ακόμη το γνωρίζαμε, δεν θα μας ήταν χρήσιμο γιατί τότε θέση επωνύμου κατείχε το όνομα του πατέρα (όπως Δήμας, Ντούνης, Κόλλιας, Μιχάλης, Βασίλης κ.λ.π.), χωρίς να υπάρχει μόνιμο οικογενειακό επώνυμο. Την εποχή αυτή τα μόνιμα επώνυμα ήσαν ελάχιστα, όπως Πρίφτης, Πρόφης, Κακάκης, Λάμπρου, και ελάχιστα άλλα.
Το βέβαιο είναι ότι πολλοί από τους οι απόγονους του παπά διατήρησαν το επώνυμο Παπαγκίκας μέχρι σήμερα ως μόνιμο. Γρήγορα όμως ένας κλάδος τους το άλλαξε και πάλι, όταν ο εγγονός του παπα-Γκίκα, που έφερε το βαφτιστικό όνομα Κώστας έγινε κι αυτός ιερέας. Ενδιαφέρουσα είναι και η ιστορία που διασώζει η παράδοση για τον παπα-Κώστα (όταν αυτός ήταν νήπιο) και τον πατέρα του, για τη δολοφονία του δεύτερου από Τούρκο έφιππο στη Σπηλιά του Κριεζή κατά τους χρόνους της Επανάστασης. Σήμερα οι απόγονοί του παπα-Κώστα φέρουν το επώνυμο Παπακωνσταντίνου.
Ποιο το χρέος ημών των νεοτέρων
Σύμφωνα με τα πιο πάνω η Μάχη του Θήτη πρέπει να θεωρείται ως αναμφισβήτητο τοπικό ιστορικό γεγονός και επομένως θα έπρεπε οπωσδήποτε να γιορτάζεται η ημέρα της επετείου. Και όμως ούτε απλή μνεία γίνεται. Ο λόγος είναι ότι το γεγονός είναι άγνωστο στο σύνολο σχεδόν των κατοίκων του Κορωπίου και της Παιανίας. Και τούτο γιατί κανένας από τους τοπικούς ανθρώπους του πνεύματος, πέρα από κάποιες απλές αναφορές, δεν φρόντισε να ενημερώσει σχετικά τους κατοίκους και, το κυριότερο να προτείνει στο Δήμο τον σχετικό εορτασμό. Πράγμα που πραγματοποιείται τώρα με την παρούσα εκδήλωση, καθώς και με τη σχετική ενημέρωση της αρμόδιας πολιτιστικής επιτροπής του Δήμου που έκανα πρόσφατα.
Κατά τη γνώμη μου θα πρέπει κατά την επέτειο της 8ης Ιουλίου κάθε χρόνου, να γίνονται εορταστικές εκδηλώσεις κατά προτίμηση στην περιοχή του Θήτη, με τη συμμετοχή του Δήμου Παιανίας. Ουσιώδης θα είναι οπωσδήποτε και η συμμετοχή των διαφόρων φορέων του οικισμού του Κιτσίου, Θήτη, Χαβάρας Μακιλιάρη, όπως ο Εξωραϊστικός Σύλλογος, ΚΑΠΗ κ.λ.π. Το τι θα περιλαμβάνουν οι εκδηλώσεις θα βρεθεί. Θα μπορούσε π.χ. να γίνει αναπαράσταση της μάχης μέσα στο γραφικό φαράγγι, παιδικοί αγώνες δρόμου, βραδινή λαμπαδηδρομία, χοροί από τους τοπικούς φορείς, δημιουργία θεάματος στο στιλ του παλαιού «Ήχος και Φως», λαΙκό – δημοτικό γλέντι κ.λ.π. Μάλιστα η εκδήλωση θα μπορούσε να ενταχθεί και στις πολιτιστικές εκδηλώσεις του Δήμου «ΣΦΗΤΤΕΙΑ». Το προέχον πάντως είναι να αποφασιστεί ο εορτασμός και να τερματιστεί η επί δύο σχεδόν αιώνες αδικαιολόγητη αγνόηση της σημαντικής αυτής τοπικής επετείου.