Ο αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Πολυμέρης Βόγλης, ο οποίος ανέλαβε για λογαριασμό του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής να υποβάλει μελέτη στον υπουργό Παιδείας Κώστα Γαβρόγλου αναφορικά με τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν στη διδασκαλία της Ιστορίας, κατατάσσει τα Δεκεμβριανά στις «επαναστατικές στιγμές» των Ελλήνων.
Ο κ. Βόγλης, μέλος της οργάνωσης πανεπιστημιακών ΣΥΡΙΖΑ, υπήρξε υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος Αθηναίων με το ψηφοδέλτιο του κόμματος υπό τον Γαβριήλ Σακελλαρίδη στις τελευταίες αυτοδιοικητικές εκλογές. Η πρώην αναπληρώτρια υπουργός Παιδείας Σία Αναγνωστοπούλου τον τοποθέτησε κατά τη διάρκεια της θητείας της αντιπρόεδρο του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών, ενώ στις αρχές του χρόνου τού ανατέθηκαν από το Ιδρυμα Εκπαιδευτικής Πολιτικής καθήκοντα προέδρου της επιτροπής ειδικών επιστημόνων για την εκπόνηση μελέτης για την αναμόρφωση του Προγράμματος Σπουδών της Ιστορίας. Σύμφωνα με τη μελέτη που υποβλήθηκε προ ημερών, η διδασκαλία της Ιστορίας θα έχει πλέον ως κύριο στόχο να καλλιεργήσει «μια πλουραλιστική και ανεκτική εθνική ταυτότητα, η οποία θα είναι απαλλαγμένη από μισαλλοδοξία και ξενοφοβία».
Η νέα αντίληψη δεν θα εστιάζει πλέον στην πολιτική, στρατιωτική και διπλωματική δράση των μεγάλων προσωπικοτήτων, αλλά στην κοινωνική, οικονομική, πολιτισμική ιστορία, την ιστορία τέχνης και την ιστορία περιβάλλοντος. Στο νέο πλαίσιο, με επανειλημμένες δημόσιες παρεμβάσεις του ο κ. Βόγλης έχει υπερθεματίσει για το πόσο σημαντικό είναι να διδαχτεί ο Εμφύλιος στα σχολεία, αφού, όπως έχει σημειώσει, «δεν είναι δυνατόν να υπάρχει μία μικρή αναφορά μισής περίπου σελίδας στο βιβλίο Ιστορίας της Γ’ Λυκείου γι’ αυτά τα δραματικά γεγονότα».
Στα όσα ενδιαφέροντα υποστηρίζει ο συγκεκριμένος πανεπιστημιακός συγκαταλέγεται και η άποψη που έχει εκφράσει δημοσίως περί «δυσανεξίας της ελληνικής κοινωνίας» να αναγνωρίσει τα Σκόπια με το όνομα «Μακεδονία», με τον ίδιο να προαναγγέλλει ότι στα νέα βιβλία Ιστορίας δεν θα πρέπει να παραλειφθεί, εκτός των άλλων, και «η βία του Ελληνικού Στρατού κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία»!
Πρόσφατα το «ΘΕΜΑ» (9/4/2017) παρουσίασε την περίπτωση του νέου συμβούλου του κ. Γαβρόγλου, με καθήκοντα την επιμόρφωση δασκάλων και καθηγητών, αναπληρωτή καθηγητή Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων Χάρη Αθανασιάδη, ο οποίος, μεταξύ άλλων, υποστηρίζει ότι «η Ρεπούση θα έπρεπε να γράψει στο βιβλίο της Ιστορίας και για τις σφαγές καθώς υποχωρούσε ο ελληνικός στρατός, που δεν άφηνε τίποτα όρθιο πίσω του στη Σμύρνη».
Την ίδια άποψη, όμως, έχει και ο πρόεδρος της επιτροπής αναμόρφωσης του Προγράμματος Σπουδών του μαθήματος της Ιστορίας, Πολυμέρης Βόγλης, ο οποίος σε συνέντευξή του στην «Εφημερίδα των Συντακτών» στις 18 Απριλίου, αναφερόμενος στις οδηγίες που θα δώσει σχετικά με τη διδασκαλία των εθνικών τραγωδιών, είπε: «Η διδασκαλία της Ιστορίας οφείλει να δείξει με ποιον τρόπο δημιουργήθηκε ιστορικά η εθνική ταυτότητα, αλλά και γιατί κάποιοι αναγορεύονταν σε “εχθρούς”, σε “άλλους”. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει από την άλλη πλευρά την αποσιώπηση σφαγών ή διωγμών, όπως των σφαγών των Ελλήνων στη διάρκεια της Μικρασιατικής Καταστροφής, ούτε όμως και τη βία του ελληνικού στρατού κατά τη διάρκεια της μικρασιατικής εκστρατείας». Είχε προηγηθεί τη Μεγάλη Παρασκευή(14/4/2017) η κοινή παρουσία των κυρίων Αθανασιάδη και Βόγλη μαζί με την καθηγήτρια Ιστορίας Μαρία Ρεπούση στις σελίδες της «Αυγής» όπου ανέπτυσσαν τις απόψεις τους για το πώς θα πρέπει να διδάσκεται από εδώ και στο εξής η Ιστορία.
Εναν χρόνο νωρίτερα, ο κ. Βόγλης, ο οποίος θεωρεί ότι ο ιστορικός «πρέπει να έχει δημόσια παρουσία και λόγο», είχε πάρει θέση πάλι μέσω συνέντευξής του σε ένα ακόμα σημαντικό ζήτημα, αυτό της ονομασίας των Σκοπίων. Μιλώντας στην ιστοσελίδα popaganda.gr και τοποθετούμενος σχετικά με «τα αντιδραστικά, εθνικιστικά αντανακλαστικά μας που αναζωπυρώθηκαν» όταν ο υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής Γιάννης Μουζάλας αποκάλεσε το γειτονικό κρατίδιο «Μακεδονία» σε συνέντευξη Τύπου, απάντησε: «Αναδύθηκε εκ νέου το αδιέξοδο της εξωτερικής ελληνικής πολιτικής τις τελευταίες δεκαετίες. Μία χώρα η οποία έχει αναγνωριστεί από πάρα πολλές άλλες -117 αν δεν απατώμαι- με το ακατονόμαστο όνομα η Ελλάδα επιμένει να την ονομάζει διαφορετικά, τηρώντας το γράμμα και όχι την ουσία». Εξηγώντας «τη δυσανεξία της ελληνικής κοινωνίας» για το θέμα αυτό, αναφέρθηκε στα αντανακλαστικά «που έχουν καλλιεργηθεί συστηματικά επί χρόνια και έχουν μετατρέψει μια σειρά από ζητήματα σε ταμπού. Εχουμε δει τις αρνητικές συνέπειες σε αυτό το πρόβλημα που ταλανίζει την ελληνική κοινωνία και την εξωτερική πολιτική από το 1992. Παρ’ όλα αυτά, έχει παραμείνει ταμπού. Συγχρόνως παρατηρούνται γραφικά φαινόμενα, όπως η εξαφάνιση του ονόματος της χώρας στις αθλητικές συναντήσεις. Είναι, δηλαδή, σαν να εθελοτυφλούμε, να μην αντιλαμβανόμαστε τι συμβαίνει στον υπόλοιπο κόσμο».