Αποκαλυπτική ήταν στη καταθέση της, στην αστυνομία η ξαδέλφη του Παναγιώτη Βλαστού η οποία είναι μεταξύ των κατηγορουμένων του μεγάλου κυκλώματος εκβιαστών, που δρούσε με έδρα τις φυλακές.
Όπως είπε μεταξύ άλλων στην απολογία της η «Λίτσα», έπαιρνε «μισθό» από τον εξάδελφό της για τις «δουλειές» που έκανε, δηλαδή τις επαφές με άλλα πρόσωπα, ενώ τόνισε ότι «Τα λύτρα της απαγωγής Παναγόπουλου τα φυλάει ένας εφοπλιστής στη Θεσσαλονίκη».
Επίσης στην κατάθεσή της κάνει λόγο για μεταφορές πολλών εκρηκτικών και παράδοση καλάσνικοφ σε άλλα πρόσωπα αλλά και παρασκευή βομβών.
Λεπτομέρειες για το πώς δρούσε και τι σχεδίαζε το κύκλωμα των εκβιαστών έδωσε στην κατάθεση της η εξαδέλφη του γνωστού βαρυποινίτη. Όπως λέει στην απολογία της η «Λίτσα», μία από αυτές ήταν να κρατάει φυλαγμένα τα χρήματα που είχε ο βαρυποινίτης, τα οποία είχε θάψει κάτω από τα πλακάκια του σπιτιού της. Ένα ποσό 500.000 ευρώ το πήρε από στενό συγγενή άλλου βαρυποινίτη τον Μάρτιο του 2012 και τέλη του 2012 με Ιανουάριο του 2013 έθαψε επίσης στο ίδιο σημείο μία σακούλα κρεάτων με 1,1 εκατ. ευρώ από κοντινό πρόσωπο του ίδιου βαρυποινίτη.
«Τα λύτρα της απαγωγής Παναγόπουλου τα φυλάει ένας γέρος εφοπλιστής στη Θεσσαλονίκη» αναφέρει στην κατάθεσή της και συμπληρώνει ότι ορισμένα τα κατέβασε, όπως της είπε ο ξάδελφός της, ο άλλος βαρυποινίτης.
«Τρία χρόνια διαχειρίστηκα χρήματά του. Από την απαγωγή Παναγόπουλου 2 εκατ. ευρώ, ενώ τα υπόλοιπα ήταν περίπου 800.000 ευρώ τα οποία ήταν κυρίως από τοκογλυφίες. Από όλα αυτά όμως τα 110.000 ευρώ ήταν νόμιμα από κληρονομιά του πατέρα του» κατέθεσε.
Το περασμένο καλοκαίρι πάντως ο έγκλειστος εξάδελφός της ετοίμαζε «επενδύσεις», αγοράζοντας ένα πλοίο με τα θαμμένα χρήματα. Ισόποσο μερίδιο θα είχε και ο έτερος βαρυποινίτης. Όπως της είχε εξηγήσει, θα είχαν κέρδος 35 με 70 χιλιάδες ευρώ ο καθένας ανά μήνα. Όταν όμως εκείνη ξέθαψε τα χρήματα το ποσό ήταν λιγότερο κατά 350.000 ευρώ και από εκεί ξεκίνησε να ξετυλίγεται το κουβάρι αφού άρχισαν οι απειλές για αυτήν και την οικογένειά της, βρέθηκε εκρηκτικός μηχανισμός στο σπίτι της που δεν εξερράγη και τελικά κατέφυγε στην Αστυνομία.
«Ο Βλαστός θέλει να σκοτώσει όχι μόνο εμένα, αλλά και τη μάνα μου, τον αδελφό μου και το σύζυγό μου. Μετά από αυτό που έκανε σήμερα καταλαβαίνω ότι δεν έχει κανένα ενδοιασμό να σκοτώσει κανέναν άλλο» κατέθεσε τότε.
Στην κατάθεσή της κάνει λόγο για μεταφορές πολλών εκρηκτικών και παράδοση καλάσνικοφ σε άλλα πρόσωπα αλλά και παρασκευή βομβών. Αναφέρθηκαν περιπτώσεις βομβιστικών επιθέσεων σε οικείους του πρώην γενικού διευθυντή Εξοπλισμών Γιάννη Σμπώκου. «Συνολικά έχω πάρει περίπου 70 κιλά εκρηκτικά ζελατοδυναμίτιδα, όχι λιγότερα, πιθανόν περισσότερα. Πυροκροτητές και φυτίλια έχω πάρει πάρα πολλά. Δεν έγραφα σημειώσεις για εκρηκτικά. Φοβόμουν μη με πιάσουν» κατέθεσε.
Γίνεται λόγος επίσης για παρακολούθηση δικαστικού που είχε σχέση με την απαγωγή του εφοπλιστή κ. Περικλή Παναγόπουλου και για σχέδιο απαγωγής ενός τραπεζικού από το κέντρο της Αθήνας.
Εν τω μεταξύ αύριο καλούνται από τον ανακριτή διαφθοράς για να απολογηθούν ακόμα 4 κατηγορούμενοι.
Νωρίτερα απολογήθηκαν 6 κατηγορούμενοι οι οποίοι αφέθηκαν ελεύθεροι με τον περιοριστικό όρο της απαγόρευσης εξόδου απο την χώρα.
Υπενθυμίζεται ότι έκατοντάδες ώρες συνομιλιών με συνθηματική ορολογία μεταξύ των κατηγορουμένων, επιχειρήσεις-«ριχτάδικα» που θα χρησιμοποιούνταν ως «πλυντήριο» για τα λύτρα, αλλά και συνωμοτικές οδηγίες για τον τρόπο δράσης ώστε να μη γίνουν αντιληπτοί από την αστυνομία συνθέτουν το παζλ των όσων διαδραματίστηκαν μετά την απελευθέρωση του 74χρονου εφοπλιστή το βράδυ της 20ής Ιανουαρίου 2009.
Σύμφωνα με τη δικογραφία, «εγκέφαλοι» της απαγωγής ήταν ο Παναγιώτης Βλαστός και ο Γιάννης Σκαφτούρος και εκτελεστικά όργανα οι Γιώργος Τρομπούκης, Χαράλαμπος Μουστάκας, Γιώργος Κατσαγάνης, Αριστομένης Κλεφτογιάννης, Εμμανουήλ Σκαρλάτος, Εμμανουήλ Θεοδωράκης και Απόστολος Πετράκης.
Επιχείρηση-«πλυντήριο» για να γίνει η «μπουγάδα» των λύτρων φέρεται κατά τη δικογραφία να ήταν η χωματουργική εταιρεία του Τρομπούκη, στον Ασπρόπυργο. Εκεί όπου, σύμφωνα με τις καταθέσεις, κατέληξαν μαύρες σακουλές σκουπιδιών γεμάτες με κολλαριστά χαρτονομίσματα των 200 ευρώ. «Οπως μου είχε πει ο Βλαστός, ήταν από την απαγωγή του Παναγόπουλου, κάτι που είχα καταλάβει και μόνος μου και μου ζήτησε να του τα ξεπλύνω, λόγω του μεγάλου τζίρου που κάνει η εταιρεία μου», επισημαίνει ο Γιώργος Τρομπούκης στην προανακριτική απολογία του.
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του 42χρονου εργολάβου, η εμπλοκή του στην υπόθεση οφείλεται στο φόβο που του προκλήθηκε όταν ο Παναγιώτης Βλαστός του ζήτησε να βοηθήσει στο ξέπλυμα των λύτρων. «Εκβιαζόμουν», λέει και ισχυρίζεται ότι μία ημέρα πριν την απελευθέρωση του εφοπλιστή ο Βλαστός (τον οποίο είχε γνωρίσει μέσω του δολοφονημένου κουμπάρου του Γιώργου Αναγνωστόπουλου) του τηλεφώνησε και του είπε: «Θα σου έρθουνε κάποια πράγματα, βάλ’ τα στη δουλειά σου και θα σου πω». Λίγη ώρα αργότερα, κατά την αφήγηση του Τρομπούκη, στην εταιρεία του στον Ασπρόπυργο καταφθάνει ένα ψηλό παιδί (ο ίδιος αναγνώρισε τον Αριστομένη Κλεφτογιάννη). Από το πορτμπαγκάζ του σκουρόχρωμου Νissan του βγάζει τρεις γεμάτες σακούλες σκουπιδιών. Τις παραλαμβάνει ο Γιάννης Θώδης, υπάλληλος του Τρομπούκη. Ο Βλαστός ξαναπαίρνει τηλέφωνο τον εργολάβο. «Μου είπε ότι οι σακούλες είχαν χρήματα από την απαγωγή του Παναγόπουλου και μου ζήτησε να κανονίσω για να “ξεπλυθούν” τα χρήματα... Εγώ τα έχασα μόλις άκουσα ότι τα χρήματα ήταν από αυτή τη δουλειά, αν και για να σας πω την αλήθεια το είχα καταλάβει ακούγοντας για την απαγωγή στην τηλεόραση, αλλά φοβόμουνα πολύ τον Βλαστό, γιατί αν αρνιόμουν, θα μπορούσε να μου κάνει κακό» λέει προανακριτικά ο Τρομπούκης, προσθέτοντας πως τα χρήματα τα τακτοποίησε στην εταιρεία ο Θώδης και ότι την επόμενη ημέρα τα επέστρεψε και πάλι πίσω, λέγοντας ότι αυτά τα πράγματα (το ξέπλυμα) δεν γίνονται τόσο γρήγορα.
«Μέχρι και σήμερα, του έλεγα ότι προσπαθώ να βρω άκρη για να ξεπλύνω τα χρήματα εμπλέκοντας και αναφέροντάς του άτομα τα οποία δεν έχουν καμία σχέση» καταλήγει.
Τα ίδια περιγράφει στην κατάθεσή του και ο Γιάννης Θώδης, ενώ τον Βλαστό ως «εγκέφαλο» της απαγωγής Παναγόπουλου υποδεικνύει και μια γυναίκα. Αυτή η κοπέλα, που είναι φίλη κατηγορουμένου, λέει για τον έγκλειστο σκληρό ποινικό ότι ήταν ο άνθρωπος που πίεζε τον Τρομπούκη για το ξέπλυμα, τον εκβίαζε και τον φόβιζε να επιταχύνει τις διαδικασίες του «πλυντηρίου» στο «ριχτάδικο» που είχε φτιάξει.
Το χρυσό «deal» και ο ρόλος της συζύγου του εφοπλιστή!
Σημαντικό ρόλο ώστε να γίνει το «χρυσό» deal με τους απαγωγείς και ο Περικλής Παναγόπουλος να αφεθεί ελεύθερος λίγο μετά τη 1.00 το βράδυ της 20ής Ιανουαρίου 2009 διαδραμάτισε η Κατερίνα, σύζυγος του εφοπλιστή. Σύμφωνα με τη δικογραφία, η κυρία Ναυπλιώτου (όπως αναφέρεται στη δικογραφία) είχε συνεχείς επικοινωνίες με τους απαγωγείς τόσο για το ύψος του ποσού που θα έπρεπε να καταβληθεί ώστε να αφεθεί ελεύθερος ο 74χρονος άνδρας όσο και για τον τρόπο που θα γινόταν η παράδοση των λύτρων.
Στις 13 Ιανουαρίου και στις 17 Ιανουαρίου 2009 η Κατερίνα Παναγοπούλου ταξίδευσε μέχρι το Ξυλόκαστρο, συγκεκριμένα στο 125ο χιλιόμετρο της Εθνικής Αθηνών - Πατρών, όπου οι απαγωγείς είχαν αφήσει μία βιντεοκασέτα και μία κασέτα ήχου που περιείχαν υλικό σχετικά με την απαγωγή.
Στο μεταξύ, όπως περιέγραψε η ίδια στους αστυνομικούς, η αντίστροφη μέτρηση για την παράδοση των 30 εκατομμυρίων ευρώ και την απελευθέρωση του συζύγου της ξεκίνησε το βράδυ της 18ης Ιανουαρίου. Τότε μαζί με ένα ακόμα άτομο επιβιβάστηκε σε ένα Toyota Corolla και καθ’ υπόδειξη των απαγωγέων έφθασε μέχρι τη Θεσσαλονίκη. Εκείνη την ημέρα η παράδοση των λύτρων δεν έγινε ποτέ. Πραγματοποιήθηκε είκοσι τέσσερις ώρες αργότερα και λίγο μετά ο Περικλής Παναγόπουλος εντοπίστηκε από αστυνομικούς στο Χαϊδάρι. Αυτό που επίσης αξίζει να σημειωθεί και «φανερώνει» τον... επαγγελματισμό των απαγωγέων είναι το γεγονός πως οι δράστες καθ’ όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων με την Κατερίνα Παναγοπούλου χρησιμοποίησαν δέκα τηλεφωνικές συνδέσεις κινητής τηλεφωνίας.