Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία έβαζε «φρένο» στην κατασκευή 14 πολυτελών βιλών στην έκταση-φιλέτο, άνοιξε ουσιαστικά τον δρόμο για το διαφαινόμενο «ναυάγιο» της συμφωνίας που προέβλεπε έσοδα 400 εκατ. ευρώ για την παραχώρηση του Αστέρα Βουλιαγμένης και 1 δισ. ευρώ για επενδύσεις που θα μετέτρεπαν την περιοχή σε πολυτελές θέρετρο.
Σύμφωνα με πληροφορίες, το ΤΑΙΠΕΔ εμφανίζεται να μην είναι αρνητικό στην παραχώρηση της έκτασης σε ιδιώτες μέσα από μια νέα διαγωνιστική διαδικασία, αλλά τα πάντα θα εξαρτηθούν από το τίμημα αλλά κυρίως από το νέο σχέδιο για την αξιοποίηση μιας έκτασης που θεωρείται φιλέτο όλης της λεκάνης της Μεσογείου.
Μάλιστα, ένας νέος ισχυρός «παίκτης», ίσως ο σημαντικότερος ξένος επενδυτής τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, εμφανίζεται να ενδιαφέρεται για τον Αστέρα Βουλιαγμένης.
Ο λόγος για τον ινδικής καταγωγής Πρεμ Γουάτσα, ιδρυτή της καναδικής επενδυτικής εταιρείας Fairfax, ο οποίος έχει επενδύσει πολλά εκατομμύρια ευρώ στη Eurobank, στην εταιρεία ακινήτων Grivalia (πρώην Eurobank Properties), στον όμιλο Μυτιληναίου, την Praktiker κ.λπ.
«Ναι, μας ενδιαφέρει το πρότζεκτ, εφόσον υπάρξει ένας νέος σχεδιασμός για τον Αστέρα Βουλιαγμένης μέσα από μια νέα διαγωνιστική διαδικασία. Θα δούμε τους όρους και πόσο συμφέρουσα είναι μια τόσο μεγάλη επένδυση και θα αποφασίσουμε». Αυτό τονίζει κορυφαίο στέλεχος της Grivalia, μεγαλομέτοχος της οποίας είναι ο Πρεμ Γουάτσα με ποσοστό άνω του 41%.
Ο επικεφαλής της Fairfax φαίνεται να «γλυκοκοιτάζει» την περιοχή του Αστέρα και τη δημιουργία ενός τουριστικού πρότζεκτ υψηλών προδιαγραφών ποντάροντας στο γεγονός ότι η Ελλάδα αποτελεί κορυφαίο τουριστικό προορισμό με συνεχή ανοδική τάση, παρά την κατάσταση στην οικονομία.
Ενδεχόμενη «μονομαχία» του Γουάτσα με τους Αραβες, τους Τούρκους ή άλλους επενδυτές θα αύξανε το τελικό τίμημα για τον Αστέρα και θα έστελνε ένα θετικό μήνυμα στο εξωτερικό.
Ολοι πάντως συμφωνούν ότι η επένδυση πρέπει να γίνει και είναι απολύτως αναγκαίος ο εκσυγχρονισμός των εγκαταστάσεων με τη δημιουργία ενός τουριστικού προορισμού διεθνών προδιαγραφών.
Η συμμετοχή σε έναν νέο διαγωνισμό του Πρεμ Γουάτσα θα ήταν ευχής έργον για την κυβέρνηση, καθώς πρόκειται για έναν επενδυτή που πιστεύει στην Ελλάδα. «Οταν οι άλλοι έφευγαν από τη χώρα, αυτός επένδυε ακόμη περισσότερο», λένε για τον «Κροίσο» ο οποίος κατάφερε να δημιουργήσει μια εταιρεία-κολοσσό με περιουσιακά στοιχεία πάνω από 36 δισ. ευρώ σε όλο τον κόσμο και 8.200 υπαλλήλους.
Ο Καναδός «Γουόρεν Μπάφετ» είχε πριν από δύο μήνες επαφές με την ελληνική κυβέρνηση και συγκεκριμένα με τον αντιπρόεδρο Γ. Δραγασάκη, όπου και εξέφρασε την εμπιστοσύνη του στην Ελλάδα και στις προοπτικές της. Αλλωστε, το ενδιαφέρον του φαίνεται από τις κινήσεις ενίσχυσης της παρουσίας του σε ελληνικές εταιρείες κι όχι αποεπένδυσης λόγω του γενικότερου οικονομικού κλίματος.
Ξεκίνησε με 8 δολάρια στην τσέπη
Ο Πρεμ Γουάτσα γεννήθηκε το 1950 στην Ινδία, στην πόλη Χάιντεραμπαντ (η σημερινή Silicon Valley της Ινδίας) και όταν μετανάστευσε στον Καναδά είχε περιουσία μόλις 8 δολαρίων. Είναι χημικός μηχανικός, με πτυχίο από το Πολυτεχνείο του Μαντράς της Ινδίας και κάτοχος MBA από τη Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου του Δυτικού Οντάριο.
Εργάστηκε αρχικά ως αναλυτής στη Συνομοσπονδία Ασφαλίσεων του Τορόντο και στη συνέχεια ως διαχειριστής χαρτοφυλακίου μετοχών για Ταμεία συνταξιούχων. Το 1985 αγοράζει μια εταιρεία ασφάλισης φορτηγών, τη Markel Financial.
Πάνω σε αυτήν χτίστηκε η αυτοκρατορία της Fairfax Financial Holdings. H Fairfax είναι καναδική επενδυτική εταιρεία, που έχει τοποθετηθεί στους κλάδους ασφάλισης, στις ταξιδιωτικές υπηρεσίες, σε προϊόντα φροντίδας υγείας, στις τράπεζες όπως Wells Fargo, US Bancorp και φυσικά η Eurobank αλλά και στα ακίνητα. Εχει επενδύσει περισσότερα από 200 εκατ. ευρώ στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια.
ΕΤΟΙΜΟ ΓΙΑ ΝΕΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ΤΟ ΤΑΙΠΕΔ
Ρήγμα στην κοινοπραξία Αράβων και Τούρκων
Τρόπους για να αποχωρήσει από το πρότζεκτ του «Αστέρα» αναζητούσε σύμφωνα με πληροφορίες το επενδυτικό σχήμα που είχε αναδειχθεί νικητής στον διαγωνισμό καθώς υπήρχαν πολλές συγκρούσεις και μεταξύ των επιχειρηματιών που συμμετείχαν.
Συγκεκριμένα, φήμες κάνουν λόγο για ανησυχία των Αράβων σχετικά με τη συμμετοχή του Τούρκου επιχειρηματία Φερίτ Σαχένκ του ομίλου Dogus. Εξέφραζαν φόβους ότι μπορεί να ενεργοποιηθούν εθνικιστικά αντανακλαστικά για τον πολυεκατομμυριούχο, ο οποίος έχει ήδη κάνει κι άλλες επενδυτικές κινήσεις στην Ελλάδα με την απόκτηση μαρινών και τη συνεργασία με τη Lamda Development.
Σε κάθε περίπτωση, νέα δεδομένα δημιουργούνται για τον Αστέρα Βουλιαγμένης, ο οποίος συνδέεται βεβαίως με την πολυτελέστατη μαρίνα της περιοχής, την οποία διαχειρίζεται η «Αστήρ Παλάς», επομένως είναι ένα ιδιαίτερα ελκυστικό «πακέτο» για κάθε επενδυτή.
Και κανείς δεν πρέπει να ξεχνά ότι η Εκκλησία ενδιαφέρεται σφόδρα για την αξιοποίηση όμορης έκτασης 83 στρεμμάτων, η οποία θα μπορούσε να συνδεθεί με τον Αστέρα.
Η κυβέρνηση και η νέα ηγεσία του ΤΑΙΠΕΔ δηλώνουν κατηγορηματικά ότι δεν πρόκειται να κάνουν ιδιωτικοποιήσεις-ξεπούλημα και μια ενδεχόμενη νέα διαγωνιστική διαδικασία θα πρέπει να έχει ασφαλιστικές δικλίδες.
Κυρίως να προσελκύσει σοβαρούς επενδυτές, οι οποίοι θα είναι έτοιμοι να ρίξουν πολλά εκατομμύρια ευρώ για να επενδύσουν σε μια περιοχή που θα μπορούσε να φέρει μεγάλη ανάπτυξη, έκρηξη του τουρισμού υψηλών προδιαγραφών και χιλιάδες θέσεις εργασίας.
Οι όροι
Το επόμενο διάστημα θα γίνουν νέες συζητήσεις με τους επικεφαλής του fund που κέρδισε τον διαγωνισμό ώστε να διερευνηθούν οι προθέσεις τους. Αν ενδιαφέρονται δηλαδή να κάνουν νέα προσφορά για την αξιοποίηση της έκτασης, ώστε να «διασωθεί» το έργο.
Το ΤΑΙΠΕΔ και ο μεγαλομέτοχος του Αστέρα, δηλαδή η Εθνική Τράπεζα, θα πρέπει επίσης να ξεκαθαρίσουν τους όρους με τους οποίους θα μπορούσε να γίνει ένας νέος διαγωνισμός.
Αποστολή ιδιαίτερα δύσκολη, καθώς η ακύρωση της κατασκευής πολυτελών σπιτιών σε συνδυασμό με τη δημιουργία εξάστερου ξενοδοχειακού συγκροτήματος προς το παρόν «παγώνει». Αλλωστε, το πλάνο για επενδύσεις άνω του 1 δισ. στηριζόταν στα προσδοκώμενα έσοδα από την πλήρη λειτουργία του θέρετρου.
Η κυβέρνηση θα πρέπει να φτιάξει ένα νέο ελκυστικό «πακέτο» το οποίο θα προσελκύσει μεγάλους επενδυτές οι οποίοι θα προσφέρουν πάνω από 1,5 δισ. ευρώ (τίμημα και επενδύσεις) ώστε να μη θεωρηθεί «ξεπούλημα» της δημόσιας περιουσίας.