Κάπου στα '90s, στην ακόμα αναπτυσσόμενη πόλη της Γλυφάδας, το γνωστό σε πολλούς ως «ροκ περίπτερο» της Γλυφάδας, ξεκίνησε όχι μόνο να πουλάει τα ψιλικά του, αλλά και να σκορπάει μέσα από τα ηχεία του, ροκ κουλτούρα και διάθεση στο πολυσύχναστο κέντρο της πόλης. Αν κάποιος μπορεί να θεωρηθεί "local hero" στα μάτια μας, δεν είναι άλλος από τον Γιάννη Καλαβρό, τον άνθρωπο πίσω από την όλη επιχείρηση.
Δύσκολα θα βρεθεί κάποιος που να μην έχει σταθεί στο περίπτερο Ζησιμοπούλου και Μεταξά γωνία, είτε για ψώνια είτε για να αφουγκραστεί ηλεκτρικές κιθάρες σε υπολογίσιμα decibel, που προέρχονται από το «σπίτι» του, όπως ο ίδιος το αποκαλεί. Η κουβέντα μαζί του (η οποία έγινε στο περίπτερο την ώρα που ο Γιάννης ήταν στο πόστο του), ήταν όπως την περίμενα. Εμπειρία.
Παλιός στα Νότια και μεγαλωμένος στην παλιά Γλυφάδα της δεκαετίας του '80, των ροκάδικων, των disco και της Αμερικάνικης βάσης. «Ήρθα στη Γλυφάδα το '75», αναφέρει ο ίδιος, «ο παππούς μου να φανταστείς ήταν από τους πρώτους ψαράδες εδώ. Θυμάμαι τον παππού μου, να λέει ότι ακόμα πιο παλιά η θάλασσα έφτανε μέχρι τη Μεταξά και ότι από την Κύπρου και πάνω, δεν υπήρχε τίποτα». Του πιάνω την κουβέντα για τα σχολεία τότε. Με διορθώνει φυσικά, καθώς όπως λέει «τότε υπήρχε μόνο ένα γυμνάσιο και λύκειο. Εκεί αποφοίτησα κι εγώ, στο σχολείο που τώρα ονομάζεται 1ο».
Όταν τελείωσε το λύκειο, σπούδασε Business Administration στο BCA (όχι της παραλιακής, δεν υπήρχε τότε) και ύστερα ξεκίνησαν οι πρώτες δουλειές. «Δούλεψα για χρόνια στο Number One, μάλλον δε θα το ξέρεις» μου λέει. Χαμογέλασα και του εξήγησα, ότι ευτυχώς πρόλαβα να ρίξω και εγώ τις στεκιές μου και να πιώ τις πρώτες ενοχικές μου μπύρες εν ώρα κοπάνας, σε αυτό τον underground ναό. «Βλέπαμε πολλά τότε, αλλά ήταν διαφορετικά από σήμερα», συνεχίζει, «σίγουρα υπήρχαν οι ίδιες συμπεριφορές και τα στραβά των ανθρώπων όπως πάντα. Η αλητεία όμως τότε, ήταν πιο καλή, πιο ρομαντική. Και οι Αμερικάνοι δεν ενοχλούσαν πολύ. Κάνανε τη δουλειά τους και δεν ασχολιόντουσαν μαζί σου χωρίς λόγο». Δύσκολα θα βρεθεί κάποιος που να μην έχει σταθεί στο περίπτερο Ζησιμοπούλου και Μεταξά γωνία, είτε για ψώνια είτε για να αφουγκραστεί ηλεκτρικές κιθάρες σε υπολογίσιμα decibel...
Καθώς μιλάμε, πελάτες πάνε κι έρχονται στο παραθυράκι του περιπτέρου. Ο Γιάννης με έναν παράξενο τρόπο, κάνει πλάκα σχεδόν με όλους, χωρίς κανείς να πειραχτεί! Είναι πραγματικά μάθημα cool συμπεριφοράς, να βλέπεις αυτόν τον άνθρωπο να δουλεύει. Ακόμα και όταν εξυπηρετεί, συνεχίζει να μου διηγείται ατελείωτες ιστορίες και σκόρπιες αναμνήσεις με μια ευχάριστη νοσταλγία, που έκανε τη όλη κουβέντα μας ένα πολύ ταξιδιάρικο και ενδιαφέρον μάθημα, για το παρελθόν του «χωριού μας» όπως ο ίδιος αναφέρεται στη Γλυφάδα.
Σε αυτό το σημείο, αρχίσαμε να μιλάμε για τη μουσική όπως ήταν αναμενόμενο. Φυσικά και ήταν ροκάς από μικρός, καθώς «ο ραδιοφωνικός σταθμός της Αμερικάνικης βάσης, έπαιζε μόνο Αμερικάνικη και Αγγλική μουσική, δηλαδή ροκ», σημειώνει, « άλλωστε τότε, όλοι από κει μάθαμε να ακούμε καλή μουσική. Τόσο οι παλαιότεροι, όσο και η δική μου γενιά». Μιλώντας για συναυλίες στην Ελλάδα, ο Γιάννης και τι δεν έχει δει. «Gallagher, Lou Reed, ACDC, Springsteen, Dylan, Bowie, U2 και πολλούς άλλους. Πρέπει να έχω πάει σε πάνω από 50 συναυλίες!».
«Στη συναυλία του Gallagher το '79», θυμάται, «τα πήραμε που είδαμε τόση διαφήμιση στην Coca Cola και έγινε φασαρία. Μας κυνήγησαν οι μπάτσοι και εμείς το κόψαμε από τη Νέα Φιλαδέλφεια μέχρι Σύνταγμα με τα πόδια!».
Μιλώντας για το ροκ φτάνουμε στο κομβικό σημείο, στο αιώνιο Rock Is Dead. «το ροκ θα είναι ζωντανό όσο δεν είναι μόδα. Αν γίνει μόδα θα χάσει την αίγλη του» μου λέει, καθώς το πράγμα έχει σοβαρέψει. «Το ροκ ποτέ δεν ήταν μέρος του συστήματος και για αυτό είναι αυτό που είναι. Πέρα από τη μουσική άλλωστε, είναι και οι στίχοι, η φιλοσοφία, το attitude..». Γνέφω καταφατικά σαν μαθητής στο δάσκαλο.
Δεν γίνεται να μη ρωτήσεις έναν άνθρωπο σαν τον Γιάννη για τη σημερινή εποχή. Για τη μουσική σήμερα, αλλά και τις διαφορές που αυτός βλέπει μεταξύ του τότε και του σήμερα, μεταξύ της γενιάς του και των τωρινών. Φυσικά και ήταν ροκάς από μικρός, καθώς «ο ραδιοφωνικός σταθμός της Αμερικάνικης βάσης, έπαιζε μόνο Αμερικάνικη και Αγγλική μουσική, δηλαδή ροκ...
Όπως ο ίδιος λέει, «Η κάθε γενιά είναι απλά διαφορετική, ούτε καλύτερη ούτε χειρότερη. Άλλωστε, πάντα οι παλιότεροι αντιμετωπίζουν με δυσπιστία τους νέους. Κι εμείς όταν ακούγαμε ροκ μας κοιτούσαν περίεργα. Θυμάμαι, έβαζα στο σπίτι Jimi Hendrix και η μάνα μου με κοιτούσε λες και είμαι εξωγήινος». Συνεχίζει: «άλλα τα πρότυπά μας βέβαια τότε και άλλα τώρα. Η κουλτούρα του ψεύτικου είναι πολύ πιο δυνατή τώρα! Το είπε η τηλεόραση, άρα είναι σωστό. Όλοι ίδιοι, στα ίδια μαγαζιά, με ίδια ρούχα..». Όπως μου λέει τα παραπάνω, ακούγεται από πίσω « καλά τα λες»! Ένας πελάτης έτυχε να ακούσει και να σχολιάσει, γέλιο και συνεχίζουμε. Αναρωτήθηκα φωναχτά, πότε ήταν καλύτερη η Γλυφάδα και η απάντηση του Γιάννη, είναι απλή: «όλα αυτά είναι μια βιτρίνα, για αυτούς που δεν ξέρουν τι θα πει στ'αλήθεια Γλυφάδα. Οι άνθρωποι».
Ύστερα, τον ρωτάω για τα παλιά στέκια της πόλης και τα τότε φημισμένα μπαράκια της περιοχής. «Συχνάζαμε πρώτα απ'όλα στα Bobby's», λέει αμέσως, «αλλά και πολλά άλλα, όπως το πρώτο μαγαζί της οδού Ζησιμοπούλου που ήταν ένα ροκάδικο, το ALEX, ή τη φημισμένη Ροζίτα εκεί που τώρα είναι τα Starbucks στην πλατεία Εσπερίδων». Στη συνέχεια μου αναφέρει ένα κατεβατό μαγαζιών που οι παλιοί μάλλον θα τα θυμούνται καλά. «το τεράστιο νεοκλασικό στην οδό Μερόπης, κοντά στο γήπεδο του Ποσειδώνα Γλυφάδας, ήταν κάποτε μαγαζί» συνεχίζει (ενώ μένω έκπληκτος από την πληροφορία), «λεγόταν μάλιστα Easy Rider και ήταν το πρώτο στέκι chopper- άδων. 'Επειτα υπήρχε και το Flanigan's στη Μαραγκού, αλλά και το πρώτο τοστάδικο το American Toast, εκεί που σήμερα είναι ο Γρηγόρης.».
Καθώς ο Γιάννης συνεχίζει να μιλάει για τα παλιά στέκια, οι άνθρωποι που ψωνίζουν από το περίπτερο, έστω και για λίγο φαίνεται να τον ακούνε και εκείνοι. Ο χαβαλές βέβαια στη κουβέντα δεν σταματάει ποτέ. «Δεν βαράει τώρα μουσική γιατί έχουμε και μεγάλους γείτονες και είναι μεσημέρι», μου είπε γελώντας όταν τον ρώτησα. Κάπως έτσι η κουβέντα έφτασε στο περίπτερο. «Το ανοίξαμε το 1994. Πρώτα ανοίξαμε στην παραλία κάτω από το παλιό δημαρχείο. Μετά από λίγο άνοιξε και αυτό της Μεταξά». Η όλη ιστορία με τη μουσική ξεκίνησε τυχαία όπως θυμάται ο ίδιος «μόλις είχαμε στήσει το περίπτερο, ήμασταν ακόμα στις πρώτες ώρες δουλειάς. Γύρισα και έιπα στο συνέταιρό μου, να είχαμε λίγη μουσική τώρα.
Κάπως έτσι, κατέληξα να φέρω τα ηχεία του αυτοκινήτου και να τα συνδέσω με ένα κασετόφωνο!». Η μουσική από τότε είναι σήμα κατατεθέν, όχι μόνο του περιπτέρου, αλλά και του μέρους εκεί γύρω. Γελάμε και οι δύο όταν θυμάται ένα αστείο σκηνικό: «κάποτε, κάποιος ήρθε να μου πει ότι πρέπει να βγάλω άδεια, για πνευματικά δικαιώματα τραγουδιών που παίζω στο περίπτερο! Εγώ του απάντησα ότι τα παίζω από CD και κασέτες, άρα τα έχω ήδη πληρώσει..».
Τόσα χρόνια λοιπόν στο ίδιο σημείο, σηκώνουν πολλή κουβέντα και πολλές ιστορίες από έναν άνθρωπο σαν τον Γιάννη, καθώς όπως λέει κι ο ίδιος: «οι περιπτεράδες, θα έπρεπε να έχουν δίπλωμα ψυχολόγου με όλα αυτά που βλέπουν. Κάποτε υπάλληλος από το απέναντι μαγαζί, με πληροφόρησε ότι την ώρα που δεν κοιτούσα, ένας πιτσιρικάς είχε έρθει με έρπειν, σαν κομάντο, βούτηξε κάτι πατατάκια και την έκανε. Ε, μπράβο του. Μάγκας ο μικρός!»
Αυτές είναι αληθινές ιστορίες ενός παλιού Νότιου σαν τον Γιάννη Καλαβρό. Στα μάτια μας όμως, δεν είναι απλά ο ιδιοκτήτης ενός περιπτέρου, αλλά ο άνθρωπος που εδώ και 2 δεκαετίες, γεμίζει αυτή τη γωνία στο κέντρο της Γλυφάδας, με καλή μουσική και καλή διάθεση, κάνοντας το πέρασμά μας λίγο πιο ποιοτικό. Λίγο πιο ευχάριστο. Λίγο πιο rock. Τον ευχαριστούμε για αυτό.