Προφανές και πολυσυζητημένο είναι το πολιτικό, οργανωτικό και ιδεολογικό αδιέξοδο από το οποίο περνάει η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία τις τελευταίες δεκαετίες. Το αδιέξοδο αυτό εκφράζεται εμμέσως πλην σαφώς, μέσα από την αδυναμία των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων να συγκρατήσουν στις τάξεις τους την εκλογική τους πελατεία και την κοινωνική τους βάση σε εργαζομένους , υπαλλήλους και συνταξιούχους.
Η συγκεκριμένη πορεία κατολίσθησης, τεκμαίρεται με τρόπο ασυγκράτητο χωρίς την παρεμβολή ενδεχόμενων επιβραδυντικών και επιδιορθωτικών παραμέτρων, όπως είναι η μεγάλη ιστορική παρακαταθήκη και η πολιτική σταθερότητα πολλών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της Γηραιάς Ηπείρου. Αντίθετα μάλιστα. Τα περισσότερα προλεταριακά και εργατικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα υποβαθμίζονται τα τελευταία 30 χρόνια όλο και περισσότερο από θεσμικά ενσωματωμένους πολιτικούς οργανισμούς απόλυτης ισχύος σε πολιτικά σχήματα σχετικής εκλογικής εμβέλειας και περιχαρακωμένης κοινωνικής ευρύτητας. Τίθεται επομένως το ζωτικό ερώτημα γιατί συμβαίνει αυτό και γιατί οι ψηφοφόροι άρχισαν να κολυμπούν σε άλλες πολιτικές δεξαμενές.
Σε κάποιες μακρινές εποχές η σοσιαλδημοκρατία στην Ευρώπη υποκινούσε τα φοβικά αντανακλαστικά των πλουσίων και κοινωνικά ισχυρών όχι τόσο λόγω βίαιης διάθεσης ή λόγω ένοπλης δράσης αλλά λόγω συγκροτημένης ιδεολογικής ετοιμότητας. Το πνευματικό οπλοστάσιο των σοσιαλιστών αμφισβητούσε και έθετε σε σοβαρό κίνδυνο τα θεμέλια του της καπιταλιστικής παγκόσμιας τάξης.
Εάν στο μακρύ παρελθόν οι καταπιεστές ήταν αυτοκράτορες , βασιλείς και φεουδάρχες σήμερα είναι πολιτικοί , αφεντικά των πολυεθνικών και πολυεκατομμυριούχοι μέτοχοι. Την ίδια στιγμή οι συνθήκες για τους “υποδουλωμένους εργάτες” είναι πολύ ευνοϊκότερες σε σχέση με το παρελθόν υπό την έννοια ότι προστατεύονται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας , από το εργασιακό δίκαιο και από αντίστοιχα δικαστήρια. Με δικές τους παρεμβάσεις και αγώνες οι σοσιαλδημοκράτες σε όλη την Ευρώπη κατοχύρωσαν τα θεμελιακά κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα των εργαζομένων , ειδικότερα μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Σημειώνεται ότι είχε προηγηθεί με την άνοδο του φασισμού σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες η κατάργηση όλων των εργασιακών κατακτήσεων που είχαν επιτευχθεί από τους σοσιαλδημοκράτες μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο έως την άνοδο του Χίτλερ. Το εργασιακό οκτάωρο μετατράπηκε από του ναζί άμεσα σε δεκαεξάωρο , οι άγαμοι υποχρεώθηκαν να καταβάλουν ειδικό φόρο και η αναγκαστική εργασία επανήλθε. Την ίδια στιγμή τα μέλη αριστερών κομμάτων που αγωνίζονταν μαζί με τους εργάτες υποβλήθηκαν σε φυλακίσεις , βασανιστήρια και εκτελέσεις.
Με την πτώση του φασισμού επανιδρύθηκαν τα συνδικάτα και η σοσιαλδημοκρατία μπήκε στην πιο ισχυρή της ιστορική περίοδο η οποία χαρακτηρίστηκε ως “χρυσός αιώνας της σοσιαλδημοκρατίας”. Από την δεκαετία του εβδομήντα έως και τα μέσα της δεκαετίας του 80 , παρατηρήθηκε μια συνεχή άνοδο των μισθών, μια σταθερή επέκταση των εργασιακών δικαιωμάτων και μια σημαντική άνοδο του κοινωνικού επιπέδου διαβίωσης. Η σύνδεση και ο συνδυασμός μιας επεκτατικής κοινωνικής ευημερίας με μια δραστική οικονομική απογείωση ήταν η φόρμουλα της επιτυχίας.
Από την δεκαετία του 80 και μετά τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν με την άνοδο των οικολόγων πρασίνων, της νέας δεξιάς και της λαϊκιστικής ακροδεξιάς που κατόρθωσαν εν μέσω μιας οξείας ρητορικής να προσελκύσουν μια μεγάλη μερίδα εργαζομένων και υπαλλήλων. Ειδικότερα η φανατική ρητορική γύρω από το μεταναστευτικό ζήτημα που διατύπωσε η νέα δεξιά μαζί με την ακροδεξιά έδρασε γοητευτικά στα κατώτερα και μεσαία κοινωνικά στρώματα. Η νέα δεξιά και η ακροδεξιά καλλιέργησαν στους εργαζομένους περίτεχνα τον φόβο εκτοπισμού από την αγορά εργασίας, έναν νέο εθνικισμό σε συνδυασμό με έναν στοχευμένο ρατσισμό που επέλεγε τις ομάδες στόχου αναλόγως των περιστάσεων.
Παράλληλα κατόρθωσαν οι οικολόγοι -πράσινοι με μία νέα ατζέντα που έθετε στο επίκεντρο πραγματολογικές οικολογικές ευαισθησίες να αποσπάσουν από την σοσιαλδημοκρατία έναν μέρος της διανόησης και μεσαίων υπαλληλικών στρωμάτων. Όλες αυτές οι εξελίξεις είχαν ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση της σοσιαλδημοκρατίας σε μια μεσαία δύναμη εν μέσω της έκλειψης της άλλοτε σθεναρής υποστήριξης των εργαζομένων και υπαλλήλων .
Ως εκ τούτου η σοσιαλδημοκρατία βρίσκεται σήμερα σε ένα πραγματικό αδιέξοδο όπως και οι συλλογικοί θεσμοί που εκπροσωπούν τον κόσμο της εργασίας. Στα συνδικάτα για παράδειγμα οργανώνονται όλο και λιγότεροι εργαζόμενοι και υπάλληλοι λόγω της επικράτησης της αντίληψης ότι οι θεσμοί συλλογικής δράσης δεν μπορούν αποτελεσματικά να διεκδικήσουν περισσότερα δικαιώματα και να αλλάξουν κάτι στα δεδομένα. Ο καθένας προσπαθεί πλέον ως μονομάχος να αντιταχθεί στα ισχυρά οικονομικά συμφέροντα και να διαπραγματευτεί ατομικά πλεονεκτήματα.
Η συγκεκριμένη νοοτροπία και αντίληψη παραβλέπει ωστόσο ότι ακόμα και όσοι δεν είναι μέλη σε συνδικάτα αντλούν πλεονεκτήματα από τις συλλογικές συνδικαλιστικές κατακτήσεις.
Η εξασθένιση των συνδικάτων και της σοσιαλδημοκρατίας οδηγεί τους αντίστοιχους συλλογικούς και κομματικούς φορείς σε δράσεις που βασίζονται στον φόβο. Οι υποχωρήσεις της σοσιαλδημοκρατίας απέναντι στον νεοφιλελευθερισμό μέσω του λεγόμενου τρίτου δρόμου των Τόνι Μπλερ και Γκερχαρτ Σρέντερ ή του εκσυγχρονισμού του Κώστα Σημίτη αποτέλεσαν δήθεν προσπάθειες αναπροσαρμογής που στην πραγματικότητα υποκινήθηκαν από τα φοβικά αντανακλαστικά της εξαφάνισης ή της υποχώρησης. Το ίδιο ισχύει και με την προσχώρηση σε δεξιές και εν μέρει ακροδεξιές θέσεις όσον αφορά το μεταναστευτικό μπροστά στον φόβο της απώλειας ψήφων απέναντι σε ρατσιστικά και εθνικιστικά κόμματα. Οι υποκινούμενες από τον φόβο προσχωρήσεις τόσο στον νεοφιλελευθερισμό όσο και σε αντιλήψεις κλειστής κοινωνίας αποδυναμώνουν αντί να δυναμώνουν την σοσιαλδημοκρατία. Αντίθετα η επιμονή σε κοινωνικές κατακτήσεις όπως η πρόσφατη αύξηση του βασικού μισθού στην , η αύξηση των πόρων και των διορισμών στην παιδεία , στον τομέα υγείας και πρόνοιας, η αύξηση των θέσεων σε νηπιαγωγεία και παιδικούς σταθμούς , η επέκταση του ολοήμερου σχολείου , ο εκσυγχρονισμός των πανεπιστημίων αποτελεί στρατηγική επιλογή της σοσιαλδημοκρατίας που την ενισχύει και την δυναμώνει όπως φαίνεται εν μέρει στο παράδειγμα της Γερμανίας και περισσότερο ακόμα στο παράδειγμα της Αυστρίας. Στην Αυστρία οι σοσιαλδημοκράτες του Βερνερ Φαινμαν κατόρθωσαν
να κατοχυρώσουν σημαντικά κοινωνικά δικαιώματα όπως η συνταγματική ενσωμάτωση των δικαιωμάτων των παιδιών και να πετύχουν αισθητή μείωση της ανεργίας και της απόλυτης φτώχειας χωρίς να υποπέσουν στην επέκταση του δημόσιου ελλείμματος. Τα διεθνή ΜΜΕ αναφέρονται ελάχιστα στις επίκαιρες κοινωνικές επιτυχίες της σοσιαλδημοκρατίας μεταφέροντας την έμφαση ολοσχερώς στο δημοσιονομικό ζήτημα το οποίο κυριαρχεί την ατζέντα.
Εν κατακλείδι η κρίση της σοσιαλδημοκρατίας συνδυάζεται με απώλεια δικαιωμάτων για τους εργαζομένους και υπαλλήλους. Η πίστη ότι όλα θα φτιάξουν από μόνα τους οδηγεί αφενός στην μαζική μετακίνηση ψηφοφόρων προς την αποχή και αφετέρου στην μετακίνηση προς τα δεξιά ή προς τα άκρα του πολιτικού φάσματος . Όμως ο πραγματολογικά δικαιολογημένος φόβος μπροστά στην ανεργία και την φτώχεια, που κατ επέκταση εκφράζεται και ξενοφοβικά, δεν πρέπει να οδηγεί τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην εγκατάλειψη της αμιγώς κοινωνικής τους ταυτότητας για χάρη του επαναπατρισμού χαμένων ψηφοφόρων. Με άλλα λόγια οι διαχρονικές σοσιαλδημοκρατικές αξίες δεν πρέπει να χάνονται στα πυρά του φόβου
του Μαυροζαχαράκη Εμμανουήλ.
Πολιτικού Επιστήμονα – Κοινωνιολόγου